Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αξιοπρεπής -ής -ές"
1 εγγραφή
αξιοπρεπής -ής -ές [aksioprepís] Ε10 : 1.ANT αναξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει ο σεβασμός στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, τόσο στους τύπους όσο και στην ουσία: ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aξιοπρεπές ύφος. 2. ~ αμοιβή, ικανοποιητική, που δεν είναι κατώτερη από την εργασία για την οποία δίνεται. αξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀξιοπρεπής, ελνστ. ἀξιοπρεπῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες