Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ανθόσπαρτος -η -ο"
1 item total
ανθόσπαρτος -η -ο [anθóspartos] Ε5 : 1.που είναι σπαρμένος, γεμάτος με άνθη: Aνθόσπαρτες πεδιάδες / εκτάσεις. 2. (μτφ.) χαρούμενος, ευτυχισμένος: ~ βίος / δρόμος. (ευχή) (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν), σε νιόπαντρους.

[λόγ. ανθο- + σπαρτ(ός) -ος μτφρδ. γαλλ. semé de fleurs]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go