Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αναντάμ μπαμπαντάμ"
1 εγγραφή
αναντάμ μπαμπαντάμ [anadám babadám] & αναντάμ παπαντάμ [anadám papadám] (άκλ.) : (προφ., ως επίρρ.) για κτ. που διατηρείται ή που συνεχίζεται από πολύ παλιά, από γενιά σε γενιά· ΣYN έκφρ. πάππου προς πάππου: Aυτά τα χωράφια τα έχουμε ~, εδώ και διακόσια χρόνια. Ο τρύγος γιορτάζεται ~ στον τόπο μας.

[τουρκ. anadan babadan `από τη μητέρα, από τον πατέρα΄· ανομ. ηχηρ. [b-b-d > p-p-d] ή μέσω της ποντιακής διαλέκτου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες