Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αναίτιος -α -ο"
1 εγγραφή
αναίτιος -α -ο [anétios] Ε6 : 1.(για πρόσ.) που δεν είναι αίτιος κάποιου κακού. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς αιτία, χωρίς δικαιολογία: Ο διασυρμός του ήταν ~. Δέχτηκε μια αναίτια επίθεση. αναίτια ΕΠIΡΡ: Tου επιτέθηκαν εντελώς ~.

[λόγ. < αρχ. ἀναίτιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες