Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανένδοτος -η -ο [anénδotos] Ε5 : α.που δεν ενδίδει, δεν υποχωρεί στις πιέσεις άλλου και δεν αλλάζει γνώμη· ανυποχώρητος: Όσο κι αν τον παρακαλέσαμε αυτός έμενε ~, άκαμπτος, αλύγιστος. Tίποτα πια δεν τον κρατούσε· είχε πάρει την ανένδοτη απόφαση να φύγει. β. που γίνεται με αδιάκοπη επιμονή και χωρίς καμιά υποχώρηση: Aνένδοτη προσπάθεια. ~ αγώνας. || (ως ουσ., πολ.) ο ανένδοτος, ο αγώνας της αντιπολίτευσης στην περίοδο 1961-63.
[λόγ. < ελνστ. ἀνένδοτος]