Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ανάδρομος -η -ο"
1 item total
ανάδρομος -η -ο [anáδromos] Ε5 : (επιστ.) που κινείται προς τα πίσω ή προς τα επάνω. 1. (αστρον.) ανάδρομη κίνηση / φορά, από την ανατολή στη δύση, μέσο του νότου. ANT ορθή. 2. (ζωολ.) ανάδρομοι ιχθύες, που ανεβαίνουν από τη θάλασσα στα ποτάμια για αναπαραγωγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδρομος `που κινείται προς τα πίσω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go