Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ακέραιος
1 εγγραφή
ακέραιος -η / -α -ο [akéreos] Ε5, Ε6 λόγ. θηλ. και ακεραία : I.ολόκληρος, πλήρης. 1α. για κτ. από το οποίο δεν έχει αφαιρεθεί τίποτε: Kατέβαλα ακέραιο το ποσό της οφειλής μου. Διατήρησε ακέραιη την περιουσία του, άθικτη. || σώος, αβλαβής: Έχει ακέραιες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις. β. (για αφηρ. ουσ.) για κτ. που δεν καταμερίζεται: Aναλαμβάνω ακεραία την ευθύνη των πράξεών μου. γ. (ως ουσ.) στην έκφραση στο / εις το ακέραιο, εξ ολοκλήρου: Επέστρεψα τα χρήματα / έκανα το καθήκον μου στο ακέραιο. 2. (μαθημ.): ~ αριθμός, που δηλώνει ποσότητα από πλήρη αντικείμενα, σε αντιδιαστολή προς τον κλασματικό αριθμό. Aκεραία μονάδα, καθεμιά από τις μονάδες από τις οποίες αποτελείται ένας ακέραιος αριθμός. II. (μτφ., για πρόσ.) που είναι απόλυτα έντιμος, ηθικά άψογος: Είναι ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. ἀκέραιος (Iγ: σημδ. γαλλ. entier ή αγγλ. integer)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες