Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιρετός -ή -ό [eretós] Ε1 : (για πρόσ.) που εκλέγεται ή που έχει εκλεγεί με ψηφοφορία: Οι δήμαρχοι και οι νομάρχες είναι αιρετοί άρχοντες. Aιρετό διοικητικό συμβούλιο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι άρχοντας ~, ο βασιλιάς κληρονομικός. Ο ~ εκπρόσωπος και ως ουσ. ο αιρετός.
[λόγ. < αρχ. αἱρετός]