Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αδαμιαίος -α -ο"
1 εγγραφή
αδαμιαίος -α -ο [aδamiéos] Ε4 : μόνο στην έκφραση (με) αδαμιαία περιβολή, για κπ. που είναι ολόγυμνος, όπως ο πρωτόπλαστος Aδάμ.

[λόγ. < ελνστ. Ἀδαμιαῖος `που ανήκει στον Aδάμ, ανθρώπινος΄ σημδ. γαλλ. vêtement d΄Adam]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες