Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "αβυσσαλέος -α -ο"
1 item total
αβυσσαλέος -α -ο [avisaléos] Ε4 : 1.βαθύς σαν την άβυσσο· απύθμενος: Aβυσσαλέα χαράδρα. 2. (μτφ.) α. Tους χωρίζει αβυσσαλέο μίσος, πολύ μεγάλο, αγεφύρωτο. β. ανεξερεύνητος, ανεξιχνίαστος: Aβυσσαλέα ψυχή. Aβυσσαλέοι στοχασμοί. γ. καταχθόνιος, ραδιούργος: Aβυσσαλέα σχέδια. Aβυσσαλέες ενέργειες.

[λόγ. άβυσσ(ος) -αλέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go