Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ήσσων -ων -ον"
1 εγγραφή
ήσσων -ων -ον [íson] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) μικρότερος, στις εκφράσεις ήσσονος σημασίας, για να χαρακτηριστεί ως ασήμαντο ένα πρόσωπο ή μία πράξη. νόμος της ήσσονος προσπαθείας*.

[λόγ. < αρχ. ἥσσων (συγκρ. των επιθ. μικρός, κακός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες