Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρρηκτος -η -ο [áriktos] Ε5 : που δε σπάει· αδιάσπαστος, στερεός: Mας συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί φιλίας.
άρρηκτα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία είναι έννοιες ~ συνδεδεμένες. [λόγ. < αρχ. ἄρρηκτος]