Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άρρηκτος -η -ο"
1 εγγραφή
άρρηκτος -η -ο [áriktos] Ε5 : που δε σπάει· αδιάσπαστος, στερεός: Mας συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί φιλίας. άρρηκτα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία είναι έννοιες ~ συνδεδεμένες.

[λόγ. < αρχ. ἄρρηκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες