Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "άκυρος -η -ο"
1 item total
άκυρος -η -οkiros] Ε5 : που, επειδή έγινε χωρίς να τηρηθούν κάποιοι νόμοι ή κανόνες, θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ· που δεν ισχύει ή που δε λογαριάζεται. ANT έγκυρος: Άκυρη διαθήκη / εκλογή. ~ γάμος. Άκυρο έγγραφο / συμβόλαιο. Aπόφαση για θέμα που δε γράφτηκε στην ημερήσια διάταξη είναι άκυρη. Θεωρώ / κηρύσσω κάτι άκυρο, το ακυρώνω.

[λόγ. < αρχ. ἄκυρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go