Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγαρμπος -η -ο [áγarbos] Ε5 : 1.άκομψος, κακοφτιαγμένος: Άγαρμπα παπούτσια. Άγαρμπο σώμα / σουλούπι. 2α. άχαρος, αδέξιος·: Άγαρμπο περπάτημα / παίξιμο. Mην κάνεις καμιά άγαρμπη κίνηση και σπάσεις το βάζο. β. (μτφ.) ανάρμοστος, άξεστος: Άγαρμπη χειρονομία / συμπεριφορά. Άγαρμπα αστεία, χοντρά.
άγαρμπα ΕΠIΡΡ 1. άχαρα: Xορεύει / φέρθηκε ~. Έπιασε ~ το σερβίτσιο. 2. άσκημα: Tον χτύπησε ~, επικίνδυνα. [α- 1 γάρμπ(ο) `κομψότητα΄ -ος < ιταλ. garbo]