Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαθητοπατέρας
1 item total
μαθητοπατέρας ο [maθitopatéras] Ο2 : (ειρ.) για εκπαιδευτικό που θέλει να είναι αρεστός στους μαθητές.

[μαθητ(ής) -ο- + πατέρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go