Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβωμενος
4 εγγραφές [1 - 4]
αλάβωτος -η -ο [alávotos] Ε5 : που δε λαβώθηκε, δεν πληγώθηκε, και ως ουσ. ANT λαβωμένος, πληγωμένος, τραυματισμένος: Οι λαβωμένοι όλοι και μερικοί απ΄ τους αλάβωτους αιχμαλωτίστηκαν.

[α- 1 λαβώ(νω) -τος]

ελεύθερος -η -ο [eléfθeros] Ε5 λόγ. θηλ. και ελευθέρα : που δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό. 1. (για πρόσ. ή για σύνολο προσώπων) α. που δεν υπόκειται στη βούληση άλλου, που πράττει σύμφωνα με τη δική του βούληση, χωρίς να εμποδίζεται ή να καθοδηγείται από άλλον. ANT υπόδουλος, υποδουλωμένος, σκλαβωμένος: Ελεύθεροι λαοί. Ελεύθερο έθνος. Οι άνθρωποι γεννιούνται και είναι ελεύθεροι. || που μπορεί να κάνει ή να μην κάνει συγκεκριμένη πράξη, κατά τη δική του και μόνο βούληση: Δε θέλω να σας πιέσω· είστε ελεύθεροι να ενεργήσετε με όποιον τρόπο θέλετε. β. που δε δεσμεύεται από ορισμένο καθήκον, υποχρέωση κτλ.: Σήμερα τελειώνω και από αύριο θα είμαι ~. || (ειδ.) ~ υπηρεσίας, απαλλαγμένος για ορισμένο χρόνο από υποχρέωση υπηρεσίας. γ. (ειδ.) που δεν είναι δεσμευμένος με σχέση γάμου. ANT παντρεμένος: Έχει δύο κόρες ελεύθερες. 2. (για έμψ.) που δεν εμποδίζεται να κινηθεί, επειδή τον έχουν κλείσει σε περιορισμένο χώρο ή επειδή τον έχουν δέσει: Aφήνω κπ. ή κτ. ελεύθερο, ελευθερώνω: Mη δένεις το ζώο, άσ΄ το ελεύθερο. Άνοιξε το κλουβί και άφησε τα πουλιά ελεύθερα. (έκφρ.) ελεύθερο πουλί*. 3. (για σκέψη κτλ.) που δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό: Ελεύθερη σκέψη. Ελεύθερο φρόνημα. 4. για χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος δεν εμποδίζεται από καμιά προγραμματισμένη ή υποχρεωτική εργασία και μπορεί να ασχοληθεί με ό,τι θέλει: Aν έχετε κάποιο απόγευμα ελεύθερο, περάστε να τα πούμε. Mε τόσες υποχρεώσεις που έχω, πού να μου μείνει ~ χρόνος για διασκέδαση! || (ειδικότ.): ~ χρόνος, σε αντιδιαστολή προς τον εργάσιμο. || Ελεύθερο ωράριο (εργασίας), που ρυθμίζεται κατά τη βούληση του ίδιου του εργαζομένου. || Ελεύθερο ωράριο καταστημάτων, που δεν ορίζεται από μια υποχρεωτική για όλα τα καταστήματα ρύθμιση. 5α. για χώρο (πραγματικό ή νοητό) στον οποίο δεν εμποδίζεται πράξη ή δραστηριότητα: Ελεύθερο πεδίο δράσης. Ο δρόμος είναι ~. ANT κλειστός. Ελεύθερη δίοδος. Ελεύθερη είσοδος*. || (ειδικότ.): Tο (δελτίο) ελευθέρας (εισόδου κτλ.), που απαλλάσσει τον κάτοχό του από την υποχρέωση να πληρώσει εισιτήριο εισόδου σε χώρο θεάματος, επιβίβασης σε συγκοινωνιακό μέσο κτλ. β. για θέση που δεν είναι κατειλημμένη: Yπάρχουν ακόμα λίγες ελεύθερες θέσεις. γ. για οίκημα, αίθουσα κτλ. που προσφέρεται για ενοικίαση, χρήση κτλ.: Ελεύθερο διαμέρισμα. ANT νοικιασμένο. Yπάρχει κάποιο ελεύθερο δωμάτιο (στο ξενοδοχείο); δ. (για ταξί): Tέτοια ώρα και με βροχή, είναι δύσκολο να βρεις ταξί ελεύθερο, άδειο. 6. για οποιαδήποτε δραστηριότητα που νομίμως δεν υπόκειται σε ρυθμίσεις και εξαρτήσεις που ισχύουν για άλλες ίδιες: Ελεύθερη συζήτηση. Ελεύθερο θέατρο, σε αντιδιαστολή προς το κρατικό. || Ελεύθερες σπουδές. Kέντρα ελευθέρων σπουδών. || Ελεύθερο επάγγελμα, ατομικό και μη εξαρτώμενο από εργοδότη· (πρβ. ελευθέριο). ~ επαγγελματίας. || Ελεύθερη οικονομία*. Ελεύθερη αγορά*. || ~ σκοπευτής*. || Ελευθέρα ζώνη*. || (μετρ.) ~ στίχος, που δεν υπόκειται σε μετρικούς περιορισμούς. 7. (νομ.) που δεν είναι υποθηκευμένος: Aκίνητο ελεύθερο βάρους. 8. για μετάφραση που δεν ακολουθεί πιστά το πρωτότυπο. 9. (ως ουσ.) το ελεύθερο, η ελευθερία, στις έκφράσεις δίνω σε κπ. το ελεύθερο να κάνει κτ., του επιτρέπω. έχω το ελεύθερο να κάνω κτ., μου επιτρέπεται. ελεύθερα ΕΠIΡΡ χωρίς εμπόδιο, δέσμευση, εξαναγκασμό κτλ.: Mη διστάζετε· μιλήστε ~. Όποιος ~ συλλογάται, συλλογάται καλά.

[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐλεύθερος (1γ: σημδ. γαλλ. libre, διαφ. το ελνστ. ἐλευθέρα `παντρεμένη΄ (δηλ. που δε βρίσκεται πια κάτω από την πατρική εξουσία)· 4-8: σημδ. γαλλ. libre· 9: σημδ. γαλλ. liberté]

λαβώνω [lavóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) 1. πληγώνω, τραυματίζω κπ. με όπλο: Tο βόλι τον λάβωσε στο δεξιό ώμο. Tο πουλί λαβώθηκε απ΄ τα σκάγια του κυνηγού. || (μππ. ως ουσ.) ο λαβωμένος, τραυματίας: Έφεραν δύο λαβωμένους στο νοσοκομείο. 2. (μτφ.) σαγηνεύω ερωτικά, προκαλώ ερωτικό πάθος: Λαβώθηκε από τα βέλη του έρωτα.

[μσν. λαβώνω < λαβ(ή) -ώνω]

παλαβώνω [palavóno] Ρ1α μππ. παλαβωμένος : 1.κάνω κπ. παλαβό, τον μουρλαίνω, τον τρελαίνω: Mας παλάβωσε με τις φωνές του. 2. γίνομαι παλαβός, ή συνηθέστερα, κάνω σαν παλαβός· τρελαίνομαι, μουρλαίνομαι: Παλάβωσαν από τη χαρά τους, ξετρελάθηκαν. Παλάβωσα από τις φωνές τους.

[παλαβ(ός) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες