Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αναδαν."
6 εγγραφές [1 - 6]
γουστερίτσα η [γusterítsa] & γκουστερίτσα η [gusterítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) σαύρα, ιδίως η μικρή.

[γου-: μσν. γουστερίτσα < σλαβ. gusteritsa· γκου-: αναδαν. < σλαβ. gusteritsa]

μπαγάζια τα [baγázja] & μπαγκάζια τα [bagázja] Ο44 : οι αποσκευές: Ετοιμάζω / κουβαλάω / φορτώνω τα ~ μου. || (επέκτ.) για διάφορα αντικείμενα που ανήκουν σε κπ. και ιδίως για τα προσωπικά του είδη: Πάρε τα ~ σου και φύγε.

[τουρκ. (διαλεκτ.) bağaj -ια (πληθ.) < γαλλ. bagage· -γκ-: αναδαν. από τα γαλλ.]

μπάλα η [bála] Ο25α : 1α. φουσκωμένη σφαίρα από δέρμα, καουτσούκ ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια συνήθ. αθλητικά: H ~ του ποδοσφαίρου / του μπάσκετ / του βόλεϊ. Ρίχνω / πετάω / κλοτσάω την ~. Ο τερματοφύλακας μπλοκάρει την ~. H ~ βγήκε έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Mικρή ~ για παιδικά παιχνίδια, τόπι. ΦΡ παίρνω ~ κτ.: α. το διατρέχω: Πήρε ~ τις γειτονιές. β. το παρασέρνω: Πήρε ~ ό,τι βρήκε μπροστά του. β. το ποδόσφαιρο: Tα παιδιά παίζουν ~ στο δρόμο. Tου αρέσει η ~. 2α. αντικείμενο ή μάζα σφαιρικού σχήματος: ~ από χιόνι. β. (παρωχ.) βλήμα πυροβόλου όπλου, ιδίως οβίδα κανονιού: Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή κι οι μπάλες σαν χαλάζι. ΦΡ τον πήρε η ~: α. έπαθε κτ. κακό λίγο ή πολύ τυχαία. β. θεωρήθηκε υπεύθυνος και ενοχοποιήθηκε χωρίς να φταίει. 3. συσκευασμένη ποσότητα ενός υλικού, ιδίως εμπορεύματος: ~ από βαμβάκι / χαρτί / σανό. μπαλίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1α, 2.

[μσν. μπάλα < πάλα (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ) < μσνλατ. palla & ιταλ. (διαλεκτ.), βεν. bal(l)a (αναδαν.)· μπάλ(α) -ίτσα]

μπορντέλο το [bordélo] & μπουρδέλο το [burδélo] Ο39 : (λαϊκ.) οίκος ανοχής, πορνείο. ΦΡ είναι / έγινε κτ. ~, επικρατεί σ΄ αυτό μεγάλη ακαταστασία.

[-ρδ-: μσν. μπουρδέλο < *μπορδέλο ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < βεν. bordelo (< γαλλ. bordel)· -ρντ-: αναδαν. από το λαϊκό ιταλ. bordello ή από επίδρ. του γαλλ. bordel]

μπούφος ο [búfos] Ο18 : 1. γενική ονομασία νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών που συγγενεύουν με την κουκουβάγια. 2. (οικ., για πρόσ.) βλάκας, ανόητος: Πού να καταλάβει αυτός ο ~!

[ιταλ. (διαλεκτ.) bufo (πρβ. μσν. βούφος < ιταλ. bufo, το νεοελλ. είναι αναδαν.)]

ντουζ το [dúz] & ντους το [dús] Ο (άκλ.) : 1.πλύσιμο όλου του σώματος με νερό που πέφτει σαν βροχή από μια ειδική συσκευή μέσα στο λουτρό ή σε άλλους ειδικούς χώρους: Kάνω ~. Παίρνω ένα κρύο / ζεστό ~. ΦΡ σκοτσέζικο* ντους. 2α. ειδική συσκευή για το πλύσιμο του σώματος με τον παραπάνω τρόπο, που συνδέεται με την παροχή του νερού με άκαμπτο ή με αρθρωτό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε μια διάτρητη κεφαλή από όπου εκτοξεύεται το νερό. β. ειδικός χώρος όπου υπάρχει κοινόχρηστο ντους: Στην κατασκήνωση υπάρχουν πολλά ~. ντουζάκι το YΠΟKΟΡ: Θα κάνω ένα ~.

[λόγ. < παλ. γαλλ. douge· λόγ. αναδαν. < γαλλ. douche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες