Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θεόπνευστος -η -ο [θeópnefstos] Ε5 : που τον εμπνέει ο Θεός ή που γίνεται με θεϊκή έμπνευση: ~ προφήτης / λόγος. Θεόπνευστο κήρυγμα. H Aγία Γραφή είναι θεόπνευστο βιβλίο.
[λόγ. < ελνστ. θεόπνευστος]



