Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλάμης
1 εγγραφή
βλάμης ο [vlámis] Ο11 θηλ. βλάμισσα [vlámisa] Ο27 : (λαϊκ., παρωχ.) 1. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. 2. φίλος, σύντροφος. 3. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. 4. εραστής.

[αλβ. vlam -ης· βλάμ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες