Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογραφή
8 εγγραφές [1 - 8]
απογραφέας ο [apoγraféas] Ο21 : αυτός που εργάζεται για την πραγματοποίηση της απογραφής.

[λόγ. < ελνστ. ἀπογραφεύς, αιτ. -έα `ληξίαρχος΄(;)]

απογραφή η [apoγrafí] Ο29 : 1α.λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή σε ειδικούς καταλόγους του πληθυσμού μιας χώρας, των οικονομικών αγαθών κτλ., η οποία γίνεται από το κράτος και σε τακτά χρονικά διαστήματα: ~ του πληθυσμού / των ζώων / των αυτοκινήτων / των πλοίων / των οικοδομών / των επιχειρήσεων. ~ γενική / ειδική. Σήμερα οι απογραφές του πληθυσμού στην Ελλάδα γίνονται κάθε δέκα χρόνια. β. (λογιστ.) λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας και των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης: Tο βιβλίο απογραφής της εταιρείας. 2. (μτφ.) λεπτομερής έρευνα και περιγραφή ενός αντικειμένου: ~ του βάθους και του πλάτους μιας έννοιας.

[λόγ. < αρχ. ἀπογραφή `ευρετήριο περιουσιακών στοιχείων΄]

απογραφικός -ή -ό [apoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απογραφή: Aπογραφικοί πίνακες. Aπογραφικά στοιχεία.

[λόγ. απογραφ(ή) -ικός]

απογράφω [apoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. απέγραψα, απαρέμφ. απογράψει, παθ. αόρ. απογράφηκα και απογράφτηκα, απαρέμφ. απογραφεί και απογραφτεί : κάνω απογραφή1: Aπογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.

[λόγ. < αρχ. ἀπογράφω `καταχωρώ σε αρχείο΄]

λαο- [lao] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο λαό, στο σύνολο των ανθρώπων ενός λαού· ειδικότερα: 1α. έχει θέση αντικειμένου, όταν το β' συνθετικό είναι ρηματικό παράγωγο: ~πλάνος, ~σωτήριος. β. έχει θέση ποιητικού αιτίου, όταν το β' συνθετικό είναι παθητικό ρήμα ή συνηθέστερα ρηματικό επίθετο σε -τος: ~κρατούμαι· ~μίσητος, ~πόθητος, ~πρόβλητος, μισητός από το λαό, που τον μισεί ο λαός κτλ. 2. (επιστ.) αποτελεί το αντικείμενο μιας επιστήμης ή ενός κλάδου της: ~γραφία, ~ψυχολογία.

[λόγ. < αρχ. λαο- θ. του ουσ. λαό(ς) `άνθρωποι, λαός΄ ως α' συνθ.: αρχ. λαο-δάμας `που δαμάζει τους λαούς΄, ελνστ. λαο-κατάρατος & σημδ.: λαο-γραφία (ελνστ. σημ.: `απογραφή του πληθυσμού΄) < γερμ. Volkskunde]

λαογραφία η [laoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό στις διάφορες εκδηλώσεις του (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, τραγούδια, χειροτεχνήματα κ.ά.). || το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο: Εξετάσεις στη ~.

[λόγ. < ελνστ. λαογραφία `απογραφή του πληθυσμού΄ σημδ. γερμ. Volks kunde]

λαογράφος ο [laoγráfos] Ο18 θηλ. λαογράφος [laoγráfos] Ο35 : επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται με τη λαογραφία.

[λόγ. λαο(γραφία) -γράφος (αναδρ. σχημ.) (πρβ. ελνστ. λαογράφος `υπεύθυνος απογραφής΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

συνεργείο το [sinerjío] Ο39 : 1.εργαστήριο επισκευής μηχανημάτων, κυρίως οχημάτων: ~ αυτοκινήτων. Tο αυτοκίνητο είναι για ~, χρειάζεται επισκευή, είναι για σέρβις. Ειδικό ~ συντήρησης. 2. το σύνολο των τεχνιτών που αναλαμβάνουν την επισκευή ή τη συντήρηση μηχανημάτων ή την εκτέλεση τεχνικών έργων: Συνεργεία της ΔΕH / του ΟTΕ. Ο εργολάβος δουλεύει με το ~ του. || ομάδα υπεύθυνη για την εκτέλεση κάποιου έργου: Συνεργεία του δήμου καθαρίζουν την πόλη. H απογραφή θα γίνει από συνεργεία υπαλλήλων.

[λόγ. < ελνστ. συνέργ(ειον) `συντεχνία΄ μεταπλ. -είον κατά τα υπόλοιπα σε -είον, π.χ. μηχανουργείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες