Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οδύρομαι
1 item total
οδύρομαι [oδírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κλαίω γοερά, συνήθ. στην έκφραση κλαίω και ~, επιτατικά, κλαίω απαρηγόρητα.

[λόγ. < αρχ. ὀδύρομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go