Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ειμαρμένη η [imarméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ανώτατη δύναμη που κατευθύνει και επηρεάζει τον κόσμο ολόκληρο, καθώς και την τύχη κάθε ανθρώπου χωριστά· (πρβ. μοίρα, πεπρωμένο, τύχη).
[λόγ. < αρχ. εἱμαρμένη]



