Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ειμαρμένη
1 item total
ειμαρμένη η [imarméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ανώτατη δύναμη που κατευθύνει και επηρεάζει τον κόσμο ολόκληρο, καθώς και την τύχη κάθε ανθρώπου χωριστά· (πρβ. μοίρα, πεπρωμένο, τύχη).

[λόγ. < αρχ. εἱμαρμένη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go