Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
109 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαράρω [avaráro] Ρ6α : (ναυτ.) απομακρύνω βάρκα ή μικρό πλοίο από κάποιο σημείο, σπρώχνοντας με τα χέρια ή με το κουπί: Mπαίνουνε στις βάρκες και αβαράρουν.
[ιταλ. varar(e) -ω με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-var > navar > n-avar] ]
- αβιζάρω [avizáro] Ρ6α : (ναυτ.) στέλνω είδηση· ειδοποιώ.
[ιταλ. avvisar(e) -ω]
- αγαντάρω [aγandáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) πιάνω, κρατώ, συγκρατώ κτ.: ~ το φόρτωμα!, στηρίζω το φορτίο που γέρνει. 2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω: Δεν ~ πια τα βάσανα.
[1: ιταλ. agguantar(e) (< guanto `σιδερένιο γάντι΄) -ω· 2: ιταλ. (διαλεκτ.) agguantar(e) (< ισπαν. aguantar) -ω]
- αγκιτάρω [agitáro] Ρ6α : (πολ.) ερεθίζω τα πνεύματα και προκαλώ πολιτικές ζυμώσεις.
[λόγ. αγκιτ(άτσια) -άρω απόδ. ρωσ. agitirovat΄ (< λατ. agitare `θέτω σε κίνηση΄)]
- ακοστάρω [akostáro] Ρ6α : (ναυτ.) πλευρίζω1: H βάρκα ακοστάρισε στο μόλο.
[ιταλ. accostar(e) -ω]
- αλάρω [aláro] Ρ6α : (ναυτ.) σύρω, τραβώ κτ. με σκοινί: Aλάρισαν τα δίχτυα στη στεριά.
[ιταλ. alar(e) -ω]
- βαλσάρω [valsáro] Ρ6α : χορεύω βαλς.
[βαλς -άρω]
- βιράρω [viráro] Ρ6α : (ναυτ.) σύρω, τραβώ, κυρίως για άγκυρες ή για διάφορα βάρη.
[βεν. virar `τραβάω΄ -ω]
- βολτάρω [voltáro] Ρ6α : διανύω μιαν απόσταση συνήθ. σύντομη με τα πόδια ή σπανιότερα με μεταφορικό μέσο, κάνω βόλτα: M΄ αρέσει να ~ στην έρημη παραλία. Bολτάρει νευρικά πάνω κάτω.
[ιταλ. voltar(e) -ω]
- γκλασάρω [glasáro] & γλασάρω [γlasáro] Ρ6α μππ. γκλασαρισμένος & γλασαρισμένος : καλύπτω με γκλάσο ένα γλύκισμα.
[ιταλ. glassar(e) -ω· λόγ. επίδρ.]