Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
238 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκαθιώνας ο [aŋgaθxónas] Ο2 : τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ελνστ. ἀκανθεών, αιτ. -εώνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι]
- αγκώνας ο [aŋgónas] Ο2 : η εξωτερική γωνία που σχηματίζεται από την άρθρωση ανάμεσα στο βραχίονα και στον αντιβραχίονα των ανθρώπων: Ο δεξιός / ο αριστερός ~. Aκούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. || (επέκτ.) το τμήμα του μανικιού ενός ρούχου που σκεπάζει τον αγκώνα: Tο σακάκι είχε μπαλώματα στους αγκώνες. Tο πουκάμισο ήταν τριμμένο στους αγκώνες.
[μσν. αγκώνας < αρχ. ἀγκών, αιτ. -ῶνα]
- αγροτοπατέρας ο [aγrotopatéras] Ο2 : (μειωτ.) αγροτικό συνδικαλιστικό στέλεχος ή πολιτικός που τυπικά μόνο υποστηρίζει τα συμφέροντα των αγροτών: Οι αγρότες καταψήφισαν επιτέλους τους αγροτοπατέρες.
[λόγ. αγροτο- + πατέρας]
- αγώνας ο [aγónas] Ο2 : 1.κάθε έντονη ή επίπονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο: Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. ~ για πρόοδο / επιβίωση / επικράτηση. Ο ~ της ζωής. || (ιδ. για ομαδικές προσπάθειες): Συνδικαλιστικοί / κοινωνικοί / ταξικοί / πολιτικοί / ιδεολογικοί αγώνες. Aγώνες για ισότητα / ειρήνη / κοινωνική πρόοδο. Όλοι στον αγώνα! Ο ~ τώρα δικαιώνεται! 2. προσπάθεια που κάνει κάποιος για να αντιμετωπίσει ή να νικήσει κπ.: Δικαστικός / προεκλογικός / αντικαρκινικός / αθλητικός ~. α. ένοπλος αγώνας· (πρβ. μάχη, πόλεμος): Aιματηρός ~. Οι αγώνες του ελληνικού έθνους για την ελευθερία. Ο ~ του 1821, ο πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. β. το αγώνισμα ή άλλος αθλητικός αγώνας και ιδίως η πραγματοποίησή του: ~ δρόμου* / πάλης / ξιφασκίας / κολύμβησης / σκακιού / μπάσκετ / ποδοσφαίρου· (πρβ. ματς). Iσόπαλος ~. Ο προκριματικός / τελικός ~. Ο διαιτητής ενός αγώνα. || (πληθ. ιδ. για αθλητικούς αγώνες): Οι ολυμπιακοί / πανευρωπαϊκοί / βαλκανικοί αγώνες. 3. διαγωνισμός, συναγωνισμός: Δραματικοί / ποιητικοί / σκηνικοί αγώνες.
[1: αρχ. ἀγών, αιτ. -ῶνα· 2, 3: λόγ. < αρχ. ἀγών]
- αδένας ο [aδénas] Ο2 : 1α.(ανατ.) καθένα από τα μικρά σφαιροειδή, από επιθηλιακό ιστό όργανα, ανάμεσα στις φλέβες και στις αρτηρίες των ανθρώπων και των ζώων, που εκκρίνουν ουσίες απαραίτητες για τη λειτουργία του οργανισμού: Ενδοκρινείς / εξωκρινείς αδένες. Σιελογόνοι / ιδρωτοποιοί / δακρυϊκοί / γεννητικοί αδένες. Θυρεοειδής ~. β. (λαϊκότρ., πληθ.) αδενοπάθεια: Tο παιδί έχει αδένες. 2. (βοτ.) καθένα από τα κύτταρα που βρίσκονται στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του φυτικού σώματος και που εκκρίνουν ουσίες χρήσιμες για το φυτικό οργανισμό.
αδενίσκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [λόγ. < αρχ. ἀδήν, αιτ. -ένα· λόγ. αδεν- (δες αδένας) -ίσκος]
- αερολιμένας ο [aeroliménas] Ο2 : αεροδρόμιο που διαθέτει και εγκαταστάσεις για τη συντήρηση και φύλαξη αεροπλάνων: Ο Διεθνής ~ του Ελληνικού. || (σπάν.) χώρος για την προσθαλάσσωση και αποθαλάσσωση υδροπλάνων.
[λόγ. αερο- + λιμήν > λιμένας μτφρδ. γαλλ. aéroport (aéro- = αερο-)]
- αεροσυμπιεστήρας ο [aerosimbiestíras] Ο2 : ο αεροσυμπιεστής.
[λόγ. αερο- + συμπιεσ- (συμπιέζω) -τήρ > -τήρας]
- αθέρας 1 ο [aθéras] Ο2 : 1.η ακμή κοφτερών οργάνων: Ο ~ του ξυραφιού / του μαχαιριού. 2. (μτφ.) το πιο εκλεκτό και λεπτό μέρος οποιουδήποτε πράγματος ή συνόλου· ανθός, αφρός, αφρόκρεμα: Διάλεξε τον αθέρα των κερασιών. Ο ~ της ομορφιάς.
[1: αρχ. ἀθήρ, αιτ. -έρα· 2: ελνστ. σημ.]
- αθέρας 2 ο : (λογοτ.) τα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας, αιθέρας 1.
[λόγ. < αιθέρας 1 παρετυμ. αθέρας 1]
- αιθέρας 1 ο [eθéras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : η ευρύτερη περιοχή του ουρανού, ιδίως όταν αυτός είναι καθαρός: Φωτεινοί / διάφανοι / γαλάζιοι αιθέρες. Tο αεροπλάνο πετά στους αιθέρες, στα ύψη. Ο ήλιος ανέβαινε αργά στον αιθέρα.
[λόγ. < αρχ. αἰθήρ, αιτ. -έρα `ο (καθαρός) ουρανός΄]