Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
92 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμανές ο [amanés] Ο13 : τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Tούρκικος ~. Tραγούδησε έναν παθιάρικο αμανέ. ΦΡ έχει / πήρε / σήκωσε (πολύ) ψηλά τον αμανέ, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ανάλογα. (σπάν.) ο ίδιος ~, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.· ΣYN ΦΡ το ίδιο τροπάρι / τροπάριο.
[< μανές με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ma > enama > en-ama] < τουρκ. mân(i) `είδος λαϊκής μουσικής΄ (από τα αραβ.) -ές ίσως και παρετυμ. αμάν]
- αντραντές ο [antrandés] Ο13 : ταινία κεντήματος που ράβεται ανάμεσα σε δύο κομμάτια ύφασμα.
[γαλλ. entre-deux -ς με προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] ]
- ασουρές ο [asurés] Ο13 : είδος ανατολίτικου γλυκίσματος από βρασμένο σιτάρι, που σχηματίζει μια πολτώδη μάζα και όπου προσθέτουν σταφίδες και καρύδια.
[τουρκ. aşure (από τα αραβ.) -ς]
- βαλές ο [valés] Ο13 : 1. τραπουλόχαρτο που παριστάνει νεαρή αντρική μορφή· φάντης. 2. προσωπικός υπηρέτης, ακόλουθος υψηλού προσώπου σε παλαιότερες εποχές.
[γαλλ. vale(t) -ς]
- βουτυρομπεμπές ο [vutirobebés] Ο13 : βουτυρόπαιδο.
[βουτυρο- + μπεμπές]
- γκαζοντενεκές ο [gazodenekés] & γκαζοτενεκές ο [gazotenekés] Ο13 : είδος ορθογώνιου δοχείου από λαμαρίνα με ορισμένη χωρητικότητα· τενεκές: Ένας ~ χωράει περίπου δεκαεφτά κιλά λάδι.
[γκάζ(ι) -ο- + ντενεκές, τενεκές]
- γλεντζές ο [γlendzés] Ο13 θηλ. γλεντζού [γlendzú] Ο37 : αυτός που αγαπά τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, που του αρέσει να γλεντάει: Ήταν πρώτος ~ και πρώτος μερακλής. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος γλεντζέ. || (επέκτ.) εύθυμος και ευχάριστος χαρακτήρας.
[τουρκ. eğlence `διασκέδαση΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γλεντζ(ές) -ού]
- εμιγκρές ο [emigrés] Ο13 & εμιγκρέ ο [emigré] Ο (άκλ.) : α.αυτός που εκπατρίζεται με τη θέλησή του, αυτοεξόριστος, πολιτικός φυγάς ή πρόσφυγας. β. (ιστ.) εκπατρισμένος με τη θέλησή του Γάλλος μοναρχικός κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης.
[λόγ. < γαλλ. émigré και προσαρμ. στη μορφολ. της δημοτ. με προσθήκη του -ς]
- ζαπτιές ο [zaptxés] & ζαπιές ο [zapxés] Ο13 : χωροφύλακας ή αστυνομικός του παλαιού τουρκικού κράτους.
[τουρκ. zaptiye -ς· αποβ. [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]
- ιραδές ο [iraδés] Ο13 : (ιστ.) διάγγελμα ή διάταγμα σουλτάνου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.
[λόγ. επίδρ. στο ιραντές < τουρκ. irade -ς (από τα αραβ.)]