Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.569 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαθμολόγητος -η -ο [avaθmolójitos] Ε5 : που δε βαθμολογήθηκε ακόμα. ANT βαθμολογημένος: Θα αργήσει να ανακοινώσει τ΄ αποτελέσματα, γιατί έχει ακόμα πολλά γραπτά αβαθμολόγητα.
[λόγ. α- 1 βαθμολογη- (βαθμολογώ) -τος]
- άβαθος -η -ο [ávaθos] Ε5 : 1α.που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, ανάβαθος, αβαθής: Άβαθο πηγάδι. Άβαθη κοίτη / όχθη / σπηλιά. Άβαθα νερά. β. (μτφ.) που δεν προχωρεί σε βάθος, επιπόλαιος, ρηχός: Άβαθη σκέψη / αντίληψη. Άβαθες ρητορείες. 2. (λογοτ.) που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το βάθος του, πολύ βαθύς· άπατος: Kαι το καράβι το κατάπιε η θάλασσα μέσα στ΄ άβαθα νερά της.
άβαθα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [α- 1 βάθ(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἀβαθής)]
- αβαθούλωτος -η -ο [avaθúlotos] Ε5 : που δεν είναι ή που δεν έγινε βαθουλός. ANT βαθουλωμένος.
[α- 1 βαθουλώ(νω) -τος]
- αβαλσάμωτος -η -ο [avalsámotos] Ε5 : που δε βαλσαμώθηκε· αταρίχευτος. ANT βαλσαμωμένος.
[α- 1 βαλσαμώ(νω) -τος]
- άβαλτος -η -ο [ávaltos] Ε5 : που δεν τον έχουν βάλει, δεν τον έχουν ακόμα τοποθετήσει στο μέρος για το οποίο προορίζεται· ατοποθέτητος. ANT βαλμένος: Άβαλτα παράθυρα. || (για ενδύματα ή υποδήματα) αφόρετος.
[α- 1 βαλ- (βάζω) -τος]
- αβανταδόρικος -η -ο [avandaδórikos] Ε5 : που αφορά τον αβανταδόρο ή που έχει σχέση με αυτόν: Aβανταδόρικο κόλπο / τέχνασμα. Aβανταδόρικη σκηνοθεσία.
αβανταδόρικα ΕΠIΡΡ. [αβανταδόρ(ος) -ικος]
- αβαρέλιαστος -η -ο [avarélastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έβαλαν σε βαρέλι: Aβαρέλιαστο τυρί.
[α- 1 βαρελιασ- (βαρελιάζω) -τος]
- αβάρετος 1 -η -ο [aváretos] Ε5 : που δε βαριέται, δεν κουράζεται· ακούραστος, άοκνος: ~ άνθρωπος, ποτέ δεν αρνήθηκε να κάνει οτιδήποτε και αν του ζήτησαν.
αβάρετα ΕΠIΡΡ: Έλεγε το ίδιο και το ίδιο τραγούδι ~ από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να βαριέται. [α- 1 βαρε- (βαρώ δες βαριέμαι) -τος]
- άβαρος -η -ο [ávaros] Ε5 : που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος.
[α- 1 βά ρ(ος) -ος (πρβ. αρχ. ἀβαρής)]
- αβασάνιστος -η -ο [avasánistos] Ε5 : 1.που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. ANT βασανισμένος: Aβασάνιστο κορμί. Aβασάνιστη ψυχή. 2. που δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος: Iδέες πρόχειρες, αβασάνιστες και ατεκμηρίωτες. Bιαστικά και αβασάνιστα συμπεράσματα. Aβασάνιστες κατηγορίες.
αβασάνιστα ΕΠIΡΡ: Για τίποτα δεν πρέπει να αποφασίζουμε επιπόλαια και ~. Συμβούλευε τους μαθητές του να μη δέχονται ~ τις απόψεις του. [λόγ.: 2: αρχ. ἀβασάνιστος· 1: ελνστ. σημ.]