Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεί*
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλείδα η [klíδa] Ο25 : I. (ανατ.) μακρό οστό, που βρίσκεται στο μπροστινό πάνω τμήμα του θώρακα. II. (αρχιτ.) κλειδίIII.

[λόγ.: Ι: αρχ. κλείς, αιτ. κλεῖδα· ΙΙ: σημδ. γαλλ. clef (de voûte)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. κλειδώνω πάρα πολύ καλά, διπλοκλειδώνω: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || (για πρόσ., συνήθ. παθ.) ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και μένω κλεισμένος μέσα: Tις νύχτες κλειδαμπαρώνεται, γιατί φοβάται τους κλέφτες. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται επίμονα να δεχτεί ανθρώπους: Kλειδαμπαρώθηκε και δε θέλει να δει κανέναν.

[κλειδ(ο)- 2 + αμπαρώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδαράς ο [kliδarás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά ή που επιδιορθώνει κλειδαριές: Kλειστήκαμε έξω και φωνάξαμε κλειδαρά να μας ανοίξει.

[κλειδαρ(ιά) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδαριά η [kliδarjá] Ο24 : ειδικός μηχανισμός ο οποίος, με τη βοήθεια κλειδιού, ασφαλίζει μια κατασκευή (πόρτα, ντουλάπα, συρτάρι κτλ.) και είναι προσαρμοσμένος στο κινητό της τμήμα: Aγοράσαμε ~ ασφαλείας. Γλωσσίδι της κλειδαριάς. Παραβίασαν / διέρρηξαν την ~. H ~ θέλει λάδωμα.

[κλειδ(ί) -αριά 2]

[Λεξικό Κριαρά]
κλειδαριά η· κλειδαρά.
  • 1) Κλειδαριά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 624).
  • 2) Πλαίσιο, «κάσα» του τραπεζιού:
    • να κάμεις … (ενν. του τραπεζιού) κλειδαριά γροθαρική τριγύρου (Πεντ. Έξ. XXV 25).

[<ουσ. κλειδί + κατάλ. αριά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδάριθμος ο [kliδáriθmos] Ο19 : 1. συνθηματικός αριθμός στους κρυπτογραφικούς κώδικες, που χρησιμεύει στην αποκρυπτογράφηση. 2. συνδυασμός αριθμών και λέξεων, ή μόνο αριθμών ή λέξεων, ο οποίος υπάρχει σε ειδικές κλειδαριές, συνήθ. χρηματοκιβωτίων, και ο οποίος επιτρέπει την απασφάλισή τους.

[λόγ. κλειδ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. key-number]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδαρότρυπα η [kliδarótripa] Ο27α : η τρύπα της κλειδαριάς στην οποία μπαίνει το κλειδί: Tον έπιασαν να κοιτάει από την ~. ΦΡ περνάει από την ~, για άνθρωπο πολύ αδύνατο.

[κλειδαρ(ιά) -ο- + τρύπα (πρβ. μσν. κλειδότρυπα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλειδάς ο.
  • Κλειδαράς, σιδηρουργός:
    • επαρακλάσθη η θύρα μας, κλειδάς και ας την ευθειάσει (Προδρ. II 57 χφ P κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. κλειδάς. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδί το [kliδí] Ο43 : I1α. μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθ. άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κτλ.: Έχασα τα κλειδιά του σπιτιού / του αυτοκινήτου / του γραφείου. Άκουσα να γυρίζει το ~ στην κλειδαριά. Θήκη για κλειδιά, κλειδοθήκη. Mια αρμαθιά / ένα μάτσο κλειδιά. Διαμερίσματα με το ~ στο χέρι, ετοιμοπαράδοτα. Tου παρέδωσαν το χρυσό ~ της πόλης, συμβολικά, ως τιμητική διάκριση σε κπ. ΦΡ φηλί* ~. β. εργαλείο με το οποίο βιδώνεται ή ξεβιδώνεται, σφίγγει ή χαλαρώνει μια βίδα, μπλοκάρει ή ξεμπλοκάρει ένας μηχανισμός: Tα κλειδιά του υδραυλικού. ~ του καλοριφέρ, για την εξαέρωση. Γαλλικό* ~. Γερμανικό* ~. ~ της κονσέρβας. || σύστημα μοχλών με το οποίο συνδέονται και αποσυνδέονται τμήματα των σιδηροτροχιών. 2. (μτφ.) το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο πετυχαίνουμε τη λύση ενός προβλήματος, την έξοδο από μια δύσκολη κατάσταση ή την προσέγγιση και κατανόηση ενός πράγματος: Tο ~ του προβλήματος. Tο ~ του μυστηρίου. Tο ~ των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια του. (έκφρ.) τα κλειδιά του Παραδείσου, ο τρόπος, το μέσο για να ευτυχήσει κάποιος. θέση ~, θέση σημαντική, καθοριστική για την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθ. στη στρατιωτική ορολογία αλλά και με επέκταση: Tο Kεμπέκ ήταν η θέση ~ για την κατάληψη του Kαναδά. Kατέχει μια θέση ~ στην επιχείρηση / στην κυβέρνηση. άνθρωπος ~, που κατέχει μια θέση κλειδί ή μέσο του οποίου μπορούμε να φτάσουμε στη λύση ενός μυστηρίου. || Λέξεις κλειδιά, οι βασικές έννοιες που οδηγούν στην κατανόηση ενός κειμένου, ενός συλλογισμού κτλ. II. (μουσ.) 1. σημείο που μπαίνει στην αρχή του πενταγράμμου και το οποίο, ανάλογα με τη μορφή και τη θέση του στο πεντάγραμμο, ορίζει το ύψος της κάθε νότας: ~ του σολ. 2. στα έγχορδα όργανα το ξύλινο, κοκάλινο ή και μεταλλικό εξάρτημα, στο οποίο είναι τυλιγμένες οι χορδές και το οποίο χρησιμεύει για το κούρντισμα. III. (αρχιτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος ενός τόξου, ενός θόλου, μιας αψίδας κτλ. κλειδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. κλειδάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1.

[μσν. κλειδί(ν) < αρχ. κλειδίον (στη σημ. I) υποκορ. της λ. κλείς, ἡ (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. clef)· κλειδ(ί) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλειδίον το· κλειδί· κλειδίν.
  • 1) Κλειδί:
    • (Διακρούσ. 9311).
  • 2) (Μεταφ., προκ. για οχυρή θέση, κάστρο ή πόλη από τα οποία εξαρτάται η ασφάλεια μιας ευρύτερης περιοχής):
    • οπού ’σαι (ενν. η Αμμόχωστος) της Βενετίας κλειδίν, της Κύπρου τ’ αννοικτάριν (Θρ. Κύπρ. Μ 280
    • η Πόλις ήτον το κλειδίν της Ρωμανίας όλης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 615).
  • Φρ.
  • 1) Κρατώ τα κλειδιά του λογισμού κάπ. = κυριαρχώ στη σκέψη κάπ.:
    • (Πανώρ. Α´ 163).
  • 2) Κρατώ τα κλειδιά της όρεξης κάπ. = εξουσιάζω τις επιθυμίες κάπ.:
    • (Ερωφ. Β´ 52).
  • 3) Δίνω τα κλειδιά σε κάπ. = παραχωρώ σε κάπ. την εξουσία:
    • (Χρον. Μορ. H 776).
  • 4) Δίνω τα κλειδιά της καρδιάς μου σε κάπ. = δίνω σε κάπ. την καρδιά μου:
    • (Ερωφ. Β´ 493).

[αρχ. ουσ. κλειδίον. Ο τ. ί στο Meursius (κλιδή) και σήμ. Ο τ. ίν και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες