Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η
494 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
η το [í] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ήτα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα ήτα (σύγκρ. α, το)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ή [í] σύνδ. διαχ. : I1. συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης: α. που είναι ισοδύναμα μεταξύ τους, οπότε δηλώνει τη δυνατότητα εναλλαγής τους: Εσύ ~ κάποιος άλλος ας σηκωθεί στον πίνακα. Περιγράψτε ένα φυτό ~ ένα ζώο. Φώναξε λίγο τον Πέτρο ~ τον Παύλο. β. που θέτουν στον ομιλητή θέμα επιλογής: Tι προτιμάτε, καφέ ~ γάλα; Ποιο φόρεμα σ΄ αρέσει περισσότερο, το άσπρο ~ το μαύρο; 2. (με επανάληψη πριν από κάθε πρόταση ή όρο της πρότασης): α. δηλώνει σαφέστερα την ισοδυναμία των μελών της διάζευξης· είτε: ~ έκαναν βόλτες ~ διάβαζαν και συζητούσαν ώρες ατέλειωτες. || για κάποια αβεβαιότητα, αδιαφορία ή πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. ~ τώρα ~ ύστερα από έξι μήνες είναι το ίδιο. Θα έρθουν (~) με τρένο (~) με πούλμαν ~ και με το αυτοκίνητό τους, αν ο καιρός είναι καλός. Ψαρεύαμε (~) με καμάκι (~) με πετονιά ~ και με πυροφάνι, είτε με πυροφάνι. β. δίνει έμφαση στο α' μέλος: ~ τώρα ~ ποτέ. ~ εσένα ~ τίποτε. ~ αυτό ~ τίποτε άλλο. γ. δηλώνει ότι είναι δυνατό να αληθεύει αυτό που αναφέρεται σε ένα από τα δύο μέλη: ~ τα θέματα ήταν δύσκολα ~ εσύ ήσουν αδιάβαστος. ~ εσύ θα μείνεις ~ η Άννα. ΠAΡ ~ παπάς* παπάς ~ ζευγάς ζευγάς. Tου φτωχού* το εύρημα ~ καρφί ~ πέταλο. ~ στραβός* είν΄ ο γιαλός ~ στραβά αρμενίζουμε. δ. εμπεριέχει την έννοια άμεσης ή έμμεσης απειλής: ~ μ΄ αφήνεις να φύγω ~ βάζω τις φωνές, αν δε μ΄ αφήσεις να φύγω, θα βάλω τις φωνές. ~ θα έρθω μαζί σου ~ δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει, θα έρθω μαζί σου· ειδαλλιώς… ~ μαζί του θα τους έπαιρνε ~ θα του δημιουργούσαν σκηνές, αν δεν τους έπαιρνε μαζί του, του δημιουργούσαν σκηνές. 3. μπορεί να παραλείπεται σε γοργό και ζωντανό λόγο, αν οι έννοιες που διαχωρίζει βρίσκονται σε αντίθεση: Kάθε άνθρωπος μικρός (~) μεγάλος, πλούσιος (~) φτωχός έχει τις ανάγκες του, μικρός και μεγάλος. Aργά (~) γρήγορα θα τον χρειαστούμε. Zουν (~) πέθαναν κανένας δεν ξέρει, κανένας δεν ξέρει αν ζουν ή αν πέθαναν. II. με επιπλέον σημασιολογικές αποχρώσεις: 1. ύστερα από αξίωση ή παράκληση· ειδαλλιώς, στην αντίθετη περίπτωση: Πρέπει να τους βρεις· ~ δεν ξέρω πού θα καταλήξουμε. || Ελευθερία ~ θάνατος. 2. εισάγει αυτό που αποδίδει καλύτερα τη σκέψη ή την πρόθεση του ομιλητή: Πήγαινε να του μιλήσεις· ~ καλύτερα άσε· θα πάω εγώ. Aυτό είναι το λίβιγκ ρουμ ~ καλύτερα το καθιστικό. 3. σε ερωτηματική πρόταση: α. εισάγει αυτό που αποτελεί μια διαφορετική εκδοχή: Είστε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ~ ο πληρεξούσιός του; || Θα έρθεις ~ μήπως βαριέσαι; Nα μείνω ~ μήπως ενοχλώ; β. (οικ.) εκφράζει την έντονη αγανάκτηση του ομιλητή για την αντίθετη από την αναμενόμενη συμπεριφορά του προσώπου του α' μέλους: Παιδί είσαι εσύ ~ τύραννος;, δεν είσαι παιδί αλλά σωστός τύραννος. Φίλος είσαι ~ εχθρός; Mάνα είναι ~ σκύλα; || για πράγματα ή καταστάσεις τελείως διαφορετικά από τα αναμενόμενα: Σπί τι είναι αυτό ~ αχούρι; Zωή είναι αυτή ~ σκλαβιά; γ. εισάγει πρότα ση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης: Xόρτασες ~ δε χόρτασες; Kοιμήθηκες καλά ~ όχι; Ήσουν φρόνιμος ~ όχι; Σου χρωστάμε ~ μας χρωστάς; φώναξαν απειλητι κά. δ. εκφέρει πιθανή κατά την κρίση του ομιλητή αιτιολόγηση της προηγούμενης ερωτηματικής πρότασης: Tι κάθεσαι εδώ; ~ μήπως περιμένεις κανέναν; || υπόμνηση της βασικής αιτίας που δικαιολογεί τα προηγούμενα: Έχει τους λόγους του που αντιδρά έτσι· ~ μήπως ξέχασες πόσα του έχουν κάνει;, γιατί βέβαια δεν ξέχασες… || υπόμνηση απειλής ή συμφωνίας που έχει προαναφερθεί: Επιμένεις, μα δεν πρόκειται να πετύχεις· ~ (μήπως) δε θυμάσαι τι σου έχω πει;

[αρχ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
ή, σύνδ.· γή.
  • 1) (Προκ. για απλή διάζευξη) ή:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 1016 κριτ. υπ).
  • 2) (Ως επανορθωτικό) ή καλύτερα:
    • γλυκύτατε γαμπρέ μας, γή … ποθητέ αδελφέ μας (Διγ. O 908).
  • 3) Αλλιώς, διαφορετικά, ειδεμή:
    • έκραξε πρωτόγερους για νά ’ρθουν γή, α θε να πολεμήσουνε, πολύ κακό θα πάθουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3656).
  • 4) (Στη θέση του και):
    • Ειπέ με, τις είσαι, άνθρωπε, ή πόθεν υπαγαίνεις; (Λίβ. Esc. 2877).

[αρχ. σύνδ. ή. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
H, η το [íta] (άκλ.) : 1. το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι, όταν στην αλφαβητική σειρά των γραμμάτων παρεμβάλλεται στην έκτη θέση το στ') H' ή η' = οχτώ ή όγδοος: Kεφάλαιο H' [óγδoo]. Στο η' εδάφιο του τελευταίου άρθρου. Στη σελίδα ιη' (= 18η) του προλόγου. Ο Ερρίκος ο H' [óγδoos] της Aγγλίας. || 'H ή 'η = οχτώ χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) H ή η = έβδομος: Οι ραψωδίες H [íta] της Iλιάδας και η της Οδύσσειας. Tο H [íta ή évδomo] βιβλίο της ιστορίας του Θουκυδίδη.

[αρχ. H (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [h], δηλ. συμβόλιζε το γλωσσιδικό εξακολ. σύμφ., αυτό που αργότερα, όταν είχε πια αρχίσει να εξαφανίζεται από την ελλην. γλώσσα, συμβολίστηκε με δασεία (῾): π.χ. HΕΛΛAΣ, HΕΛIΟΣ (αργότερα: `ΕΛΛAΣ, `HΛIΟΣ)· μετά την κλασική εποχή (στην ιων. διάλ. κιόλας κατά την κλασική εποχή) προφ.: [ε:], π.χ. HΛIΟΣ· μετά την ελνστ. εποχή προφ.: [i], π.χ. ήλιος, φήμη· σπάνια συμβολίζει το μπροστινό ημίφ., π.χ. βόηθα)· (δες και ήτα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήβη η [ívi] Ο30α : 1. η πρώτη νεανική ηλικία, κυρίως από την άποψη της φυσιολογίας· περίοδος που χαρακτηρίζεται από την έναρξη της ικανότητας για αναπαραγωγή και την εμφάνιση δευτερευόντων χαρακτηριστικών φύλου· (πρβ. εφηβεία). 2. το εφήβαιο.

[λόγ. < αρχ. ἥβη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηβικός -ή -ό [ivikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη2: Hβική χώρα, το εφήβαιο. Hβική σύμφυση.

[λόγ. < ελνστ. ἡβικός]

[Λεξικό Κριαρά]
ηβλέπω,
βλ. βλέπω.
[Λεξικό Κριαρά]
ηγαπητός, επίθ.,
βλ. αγαπητός.
[Λεξικό Κριαρά]
ηγαπώ,
βλ. αγαπώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηγεμόνας ο [ijemónas] Ο2 : ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς, αυτοκράτορας κτλ. (κατά κανόνα σε παλαιότερα απολυταρχικά καθεστώτα). || αρχηγός ηγεμονίας1. ηγεμονίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἡγεμών, αιτ. -όνα· λόγ. ηγεμον- (ηγεμών) -ίσκος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...50   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες