Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υ
895 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υ το [í] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ύψιλον.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα ύψιλον (σύγκρ. α, το)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Y, υ το [ípsilon] (άκλ.) : 1. το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ύψιλον*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Y' ή υ' = τετρακόσια ή τετρακοσιοστός. || 'Y ή 'υ = τετρακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι, στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Y ή υ = εικοστός: Οι ραψωδίες Y [ípsilon] της Iλιάδας και υ της Οδύσσειας.

[αρχ. Υ· προφ. [u] (σε αρχή λέξης πάντα με “δασεία”, δηλ. με συνοδεία του συμφ. [h] ), από το τέλος της κλασικής εποχής και μέχρι το μεσαίωνα [y], από το μεσαίωνα [i] · ύστερα από φων. προφ.: ημίφ. [w], δηλ. δίφθ. [aw, ew] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν τροπή σε σύμφ. [v] ή [f] · (δες και ύψιλον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύαινα η [íena] Ο27 : 1. σαρκοφάγο θηλαστικό που ζει στην Aφρική και στην Aσία και που τρέφεται με πτώματα ζώων. 2. (μτφ.) άνθρωπος, ιδίως γυναίκα, εξαιρετικά ύπουλος και σκληρός.

[λόγ. < αρχ. ὕαινα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υάκινθος ο [iákinθos] Ο20α : καλλωπιστικό φυτό με λεπτά επιμήκη φύλλα και ευωδιαστά λουλούδια που σχηματίζουν ίουλο· ζουμπούλι: Mου αρέσουν οι υάκινθοι και αγόρασα μερικούς βολβούς για να τους φυτέψω. || το άνθος του παραπάνω φυτού.

[λόγ. < ελνστ. ὑάκινθος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλο- [ialo] & υαλό- [ialó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & υαλ- [ial], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ύαλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο γυαλί: ~βάμβακας, ~γραφία, υαλουργία, υαλουργός, ~πωλείο. 2. στο τζάμι: υαλόφρακτος. || ~καθαριστήρας.

[λόγ. < ελνστ. ὑαλ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ὕαλο(ς) ἡ ως α' συνθ.: ελνστ. ὑαλο-ειδής, ὑαλ-ουργός & γαλλ. hyalo- < ελνστ. ὑαλο-: υαλο-γραφία < γαλλ. hyalographie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλοβάμβακας ο [ialovámvakas] Ο5 : μάζα από πολύ λεπτές ίνες γυαλιού, που εξωτερικά μοιάζει με βαμβάκι και που χρησιμοποιείται σε θερμικές και ηχητικές μονώσεις.

[λόγ. υαλο- + βάμβαξ > βάμβακας μτφρδ. αγγλ. fibreglass]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλογράφημα το [ialoγráfima] Ο49 : επιφάνεια η οποία σχηματίζεται από κομμάτια χρωματιστό γυαλί, που έχουν κοπεί σύμφωνα με ένα αρχικό σχέδιο, έτσι ώστε να σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα ή παραστάσεις· βιτρό.

[λόγ. υαλο(γραφία) -γράφημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλογραφία η [ialoγrafía] Ο25 : η τέχνη της σύνθεσης υαλογραφημάτων.

[λόγ. < γαλλ. hyalographie < hyalo- = υαλο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλογράφος ο [ialoγráfos] Ο18 θηλ. υαλογράφος [ialoγráfos] Ο35 στη σημ. I : I. τεχνίτης που κατασκευάζει υαλογραφήματα. II. όργανο που χρησιμοποιείται στην υαλογραφία.

[λόγ.: II: γαλλ. hyalographe < hyalo- = υαλο- + -graphe = -γράφος· I: υαλο(γραφία) -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλοειδής -ής -ές [ialoiδís] Ε10 : 1. που μοιάζει με γυαλί: ~ μάζα. 2. (ανατ.) Yαλοειδές σώμα / υγρό, που υπάρχει ανάμεσα στον κρυσταλλοειδή φακό και στην εσωτερική επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλμού.

[λόγ. < ελνστ. ὑαλοειδής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...90   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες