Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τ
2.033 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
T, τ το [táf] (άκλ.) : 1. το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ταυ*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμμα τα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) T' ή τ' = τριακόσια ή τριακοσιοστός. || 'T ή 'τ = τριακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακρι τικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) T ή τ = δέκατος ένατος: Οι ραψωδίες T [táf] της Iλιάδας και τ της Οδύσσειας.

[αρχ. Τ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [t] (μετά την ελνστ. εποχή, ύστερα από [n] προφ. [d] ), διπλό <ττ>: προφ. [tt] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και ταυ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni] Ο44 : η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*.

[τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάβανος ο [távanos] Ο20 : (λόγ.) νταβάνι 1.

[μσν. τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος (δες στο νταβάνι 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβανόσκουπα η [tavanóskupa] & νταβανόσκουπα η [davanóskupa] Ο27α : 1. σκούπα με πολύ μακρύ συνήθ. ξύλινο κοντάρι, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του ταβανιού και του επάνω μέρους των τοίχων. 2. (μτφ.) άνθρωπος, συνήθ. γυναίκα πολύ ψηλή και αδύνατη· τηλεγραφόξυλο.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ο- + σκούπα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβάνωμα το [tavánoma] & νταβάνωμα το [davánoma] Ο49 : η ενέργεια του ταβανώνω.

[ταβανώ(νω), νταβανώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβανώνω [tavanóno] -ομαι & νταβανώνω [davanóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω εσωτερικά τη στέγη ενός χώρου με ξύλινο κυρίως ταβάνι.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβέρνα η [tavérna] Ο25 : α. κέντρο διασκεδάσεως, με ελληνική μουσική, που προσφέρει φαγητά και ποτά και λειτουργεί συνήθ. μόνο το βρά δυ. || Kοσμική ~. β. λαϊκό εστιατόριο όπου πουλούν και κρασί χύμα, παλαιότερα δικής τους παραγωγής· οινομαγειρείο: Kάθε βράδυ πίνει το κρασί του στη λαϊκή ~ του λιμανιού. ταβερνάκι το YΠΟKΟΡ. ταβερνούλα η YΠΟKΟΡ. ταβερνίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ταβέρνα < λατ. taberna· ταβέρν(α) -ούλα, -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβερνείο το [tavernío] Ο39 : (μειωτ.) ταβέρναβ.

[λόγ. ταβέρν(α) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβερνιάρης ο [tavernáris] Ο11 θηλ. ταβερνιάρισσα [tavernárisa] Ο27α : ιδιοκτήτης και συχνά και σερβιτόρος ταβέρνας.

[μσν. ταβερν(άρης) -ιάρης < ταβερνάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. tabernari(us) -ος· ταβερνιά ρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβερνόβιος -α -ο [tavernóvios] Ε6 : (μειωτ.) για κπ. που συχνάζει σε ταβέρνες. || (ως ουσ.) ο ταβερνόβιος.

[λόγ. ταβέρν(α) -ο- + -βιος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...204   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες