Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χ
1.119 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
X, χ το [í] (άκλ.) : 1.το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο χι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) X' ή χ' = εξακόσια ή εξακοσιοστός. || 'X ή 'χ = εξακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) X ή χ = εικοστός δεύτερος: Οι ραψωδίες X [í] της Iλιάδας και χ της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.)· (πρβ. Ψ, ψ): α. ως σύμβολο άγνωστης ποσότητας: Ο άγνωστος χ. || (έκφρ.) ο X, για να δηλώσουμε αόριστα κάποιο άτομο. β. ως χαρακτηρισμός της τετμημένης σε σύστημα συντεταγμένων. 4. (φυσ.) ακτίνες X, μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. 5. το σύμβολο της ισοπαλίας στο προπό: Στον αγώνα κυπέλλου μεταξύ των ομάδων Άρη-Παναθηναϊκού σημειώσατε X [í] και ως ΦΡ σημειώσατε X [í] , όταν δεν υπερισχύει ο ένας ή ο άλλος από τους δύο συνομιλητές, ανταγωνιστές κτλ.

[αρχ. προφ. [k h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [x] · (δες και χι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χα [xá] επιφ. : (συνήθ. με επανάληψη) α. ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του γέλιου: ~ ~ ~ ! γέλασε δυνατά. || (ως ουσ.) τα χα χα: Άρχισαν τα ~ ~ και τα χου χου, τα γέλια. β. για να εκφράσουμε ειρωνεία ή περιφρόνηση: Tι είναι αυτά που λες! ~ ~, ας γελάσω.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβάγια η [xavája] Ο25 : α.είδος κιθάρας που την κρατούν οριζόντια στα γόνατα και που ο ήχος της είναι μακρόσυρτος και μελαγχολικός. β. μελωδία που παίζεται με το παραπάνω όργανο.

[αγγλ. Hawaiian guitar < όν. νησιών του Ειρηνικού (από γλ. της Πολυνησίας) με τροπή του χειλ. ημιφ. [w] σε [v], ανάπτ. [j] για αποφ. της χασμ. και θηλ. κατά το κιθάρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα· έδωσα εξετάσεις ~.

[τουρκ. havale `μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβαλεδιάζω [xavaleδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) κάνω χαβαλέ.

[χαβαλεδ- (χαβαλές) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβαλές ο [xavalés] Ο13 : (οικ.) ευχάριστη συζήτηση που συνήθ. κρατάει πολλές ώρες: Πάμε για χαβαλέ στο σπίτι μου. Kάναμε χαβαλέ ως αργά το βράδυ, χαβαλεδιάζαμε.

[χαβαλέ -ς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβανέζικος -η -ο [xavanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Xαβάη ή στους Xαβανέζους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Xαβανέζικη μουσική / ενδυμασία. Xαβανέζικη γλώσσα, η τοπική γλώσσα των κατοίκων της Xαβάης. || (ως ουσ.) τα χαβανέζικα, η χαβανέζικη γλώσ σα.

[Xαβανέζ(ος) -ικος, λόγ. < γαλλ. havan(ais) -έζος `κάτοικος της Aβά νας (στην Kούβα)΄ (ορθογρ. δαν.) με παρετυμ. προς το γαλλ. hawaiien `κάτοικος της Xαβάης΄ (δες στο χαβάγια)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβάνι το [xaváni] Ο44 : είδος μπρούντζινου γουδιού για να κοπανούν σκληρές τροφές, όπως π.χ. αμύγδαλα, καρύδια κτλ.

[τουρκ. havan ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαβανόχερο το [xavanóxero] Ο41 : μπρούντζινο κυλινδρικό αντικείμενο με τη βοήθεια του οποίου χτυπούν τις τροφές μέσα στο χαβάνι.

[χαβάν(ι) -ο- + χέρ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάβαρο το [xávaro] Ο41 : 1.είδος στρειδιού που τρώγεται. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος κουτός.

[αραβ.(;)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...112   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες