Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμώτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαμώτο [γamóto] & (σπάν.) γαμώτη [γamóti] (άκλ.) : (χυδ.) επιφώνημα αγανάκτησης, έκπληξης ή θαυμασμού. || (ως ουσ.) το γαμώτο, η δυσκολία: Εκεί είναι το ~. (έκφρ.) για το / ένα ~, για ένα πείσμα.

[έκφρ. γαμώ το…, γαμώ τη…]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες