Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευτο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτο- [psefto] & ψευτό- [pseftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ., οικ.) σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την - κατά την άποψη του ομιλητή- απουσία των βασικών χαρακτηριστικών αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευδο-): ~γιατρός, ~καλόγερος, ψευτόμαγκας, ~φεγγίτης, ~ψάλιδο. || ψεύτικος, όχι αληθινός: ~αγάπη, ~φιλία. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ζώ, ~διαβάζω, ~δουλεύω, ~περνώ, ~παρηγοριέμαι.

[θ. του ουσ. ψεύτ(ης) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοδίλημμα το [pseftoδílima] Ο49 : για κτ. που παρουσιάζεται ως δίλημμα χωρίς να είναι στην πραγματικότητα: Nα αφήσουμε στην άκρη τα ψευτοδιλήμματα και να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι.

[λόγ. ψευτο- + δίλημμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοδουλειά η [pseftoδulá] Ο24 : (οικ.) α. δουλειά που γίνεται με τρόπο πρόχειρο, χωρίς επιμέλεια ή τέχνη: Δούλευαν με πολύ μεράκι· ψευτοδουλειές δεν καταδέχονταν. β. εργασία που γίνεται ευκαιριακά, χωρίς να εξασφαλίζει πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση.

[ψευτο- + δουλειά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοδουλεύω [pseftoδulévo] Ρ5.2α : εργάζομαι ευκαιριακά, δεν έχω πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση: Ψευτοδούλευε από δω κι από κει, περιμένοντας το διορισμό του.

[ψευτο- + δουλεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοζώ [pseftozó] Ρ10.9α αόρ. ψευτοέζησα, απαρέμφ. ψευτοζήσει : ζω με ελάχιστους πόρους, με στερήσεις.

[ψευτο- + ζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοθόδωρος ο [pseftoθóδoros] Ο20 & ψευτοθοδωρής ο [pseftoθoδorís] Ο8 θηλ. ψευτοθοδώρα [pseftoθoδóra] Ο25 : ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να λέει ψέματα· (πρβ. ψεύτης, ψευδολόγος): Σου είναι ένας ~!

[ψευτο- + Θόδωρος, Θοδωρής, Θοδώρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοκακόμοιρος -η -ο [pseftokakómiros] Ε5 : (προφ.) α. (για πρόσ.) που προσποιείται, υποκρίνεται τον κακόμοιρο. β. που χαρακτηρίζει τον ψευτοκακόμοιρο: Ψευτοκακόμοιρο ύφος.

[ψευτο- + κακόμοιρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοπαλικαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλικαρού [pseftopa likarú] Ο37 & ψευτοπαλληκαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλληκαρού [pseftopa likarú] Ο37 : αυτός που προσποιείται, που παριστάνει τον παλικαρά, το γενναίο: Mόλις αγρίεψα οι ψευτοπαλικαράδες το έβαλαν στα πόδια.

[ψευτο- + παλικαράς, παλληκαράς· ψευτοπαλικαρ(άς), ψευτοπαλληκαρ(άς) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοφυλλάδα η [pseftofiláδa] Ο26 : ως χαρακτηρισμός εντύπου (συνήθ. εφημερίδας) που περιέχει πολλές ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες: Mην πιστεύεις αυτές τις ψευτοφυλλάδες.

[ψευτο- + φυλλάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες