Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζίφρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζίφρα η [dzífra] Ο25 : (οικ.) δυσανάγνωστη υπογραφή με μονοκοντυλιά: Έβαλε μια περίεργη ~ στο χαρτί. || (επέκτ., πληθ.) δυσανάγνωστα γράμματα: Εγώ δυσκολεύομαι να διαβάσω αυτές τις τζίφρες σου.

[παλ. ιταλ. & βεν. zifra `αριθμητικό σύμβολο, μονόγραμμα, κρυπτογράφημα΄ < αραβ. sifr `μηδέν΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες