Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωσμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωσμός ο [sozmós] Ο17 : (λαϊκότρ.) σώσιμο, σωτηρία.

[σωσ- (σώζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες