Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιτσάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιτσάρω [skitsáro] -ομαι Ρ6 : 1. σχεδιάζω σκίτσα: Σκιτσάρει πολύ καλά. Σκιτσάρει μια γάτα. 2. (μτφ.) δίνω μια σύντομη περιγραφή των βασικών σημείων μιας υπόθεσης, ενός θέματος· σκιαγραφώ: Tη σκίτσαρε περίφη μα με λίγες λέξεις.

[ιταλ. schizzar(e) (ηχομιμ., αρχική σημ.: `τινάζω προς τα έξω (υγρό, μολυβιές)΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες