Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυτιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυτιά η [pitxá] Ο24 : μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι.

[αρχ. πυτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυτιάζω [pitxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) βάζω στο γάλα πυτιά για να πήξει.

[πυτ(ιά) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες