Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαζούκας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαζούκας το [bazúkas] Ο (άκλ.) : φορητός εκτοξευτής πυραύλων, ιδίως αντιαρματικών.

[αγγλ. bazookas πληθ. της λ. bazooka]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες