Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοβ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοβ [móv] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανοιχτό βιολετί: Φέρετρο και στεφάνια με ~ κορδέλες. || (ως ουσ.) το μοβ, το μοβ χρώμα: Tο ~, το χρώμα του φεμινιστικού κινήματος.

[λόγ. < γαλλ. mauve]

[Λεξικό Κριαρά]
μοβέρω.
  • (Μέσ.) κινούμαι· επιχειρώ:
    • να μη γυρέψου άλλο τίβετσι και αν εθέλασι μοβεριστεί να γυρέψου, να ’ναι πρίβοι (Διαθ. 17. αι. 698).

[<βεν. mover]

[Λεξικό Κριαρά]
μοβιάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Προξενώ, υποκινώ ταραχές· κινούμαι ένοπλα:
        • όσον τον αγρωνίσαν (ενν. τον αποστολέ), δεν εμοβιάσαν τίποτες (Βουστρ. 1613· 23217
      • β) παρακινώ, ξεσηκώνω κάπ.:
        • Τούτοι ήσαν οπού εμοβίαζαν τους προδελοίπους (Βουστρ. 5014).
    • 2) Διαταράσσω:
      • Διά τρία πράματα μοβιάζεται το στάτε των χώρων (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 118).
    • 3) Συγκινώ:
      • Μηδέν μοβιαστείς διά κλάμαν της γυναίκας (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 148).
  • II. (Μέσ.) παρακινούμαι· έχω την τάση:
    • πάσα κορμίν … μοβιάζεται να αγαπήσει εκείνον οπού είναι 'μοιαστόν του (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 82).

[<παλαιότ. γαλλ. movoir· κατά Χατζ. <προβ. mover]

[Λεξικό Κριαρά]
μοβίασμα το.
  • Κίνημα· κίνητρο:
    • Το πρώτον μοβίασμα … των λίξων κατεβαίννει απέ την θωριάν (Ξόμπλιν φ. 136v).

[<αόρ. του μοβιάζω + κατάλ. ‑μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοβόρικος -η -ο [movótikos] Ε5 : (προφ.) αιμοβόρικος.

[μοβόρ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοβόρος -α -ο [movóros] Ε4 : (προφ.) αιμοβόρος.

[αρχ. αἱμοβόρος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες