Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπιώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπιώδης -ης -ες [kopióδis] Ε11 : (λόγ.) κοπιαστικός: Έγιναν κοπιώδεις προσπάθειες.

[λόγ. < αρχ. κοπιώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες