Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιγμόρειος -α -ο [iγmórios] Ε6 : (ανατ.) ιγμόρειο άντρο και ως ουσ. το ιγμόρειο, κοιλότητα στο οστό της άνω γνάθου.
[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Highmor(e) (όν. γιατρού) (ορθογρ. δαν.) -ειος]