Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιγμόρειο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιγμόρειος -α -ο [iγmórios] Ε6 : (ανατ.) ιγμόρειο άντρο και ως ουσ. το ιγμόρειο, κοιλότητα στο οστό της άνω γνάθου.

[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Highmor(e) (όν. γιατρού) (ορθογρ. δαν.) -ειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες