Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασύδειλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασύδειλος -η -ο [θrasíδilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κανέναν κίνδυνο ή απειλή, ενώ αντίθετα δειλιάζει και υποχωρεί μόλις αντιμετωπίσει κπ. ισχυρότερό του: ~ καθώς ήταν, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει τις απειλές του.

[λόγ. < αρχ. θρασύδειλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες