Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρασύδειλος -η -ο [θrasíδilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κανέναν κίνδυνο ή απειλή, ενώ αντίθετα δειλιάζει και υποχωρεί μόλις αντιμετωπίσει κπ. ισχυρότερό του: ~ καθώς ήταν, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει τις απειλές του.
[λόγ. < αρχ. θρασύδειλος]