Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφωνώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφωνώ [δiafonó] Ρ10.9α : έχω διαφορετική γνώμη, άποψη από αυτή που υποστηρίζει κάποιος ή κάποιοι άλλοι. ANT συμφωνώ: ~ απόλυτα με όσα είπες. Tα μέλη της επιτροπής διαφώνησαν σε πολλά θέματα. Δεν του ανέθεσα την αρχιτεκτονική μελέτη, γιατί διαφωνήσαμε στην τιμή. Δε ~ καθόλου, συμφωνώ απόλυτα. Επιτρέψτε μου / επιτρέψετέ μου να διαφωνήσω / λυπάμαι που θα διαφωνήσω, ευγενικός τρόπος για να διατυπώσει κάποιος τη διαφωνία του.

[λόγ. < αρχ. διαφωνῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφωνών -ούσα -ούν [δiafonón] Ε12β : (λόγ.) (συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) αυτός που διαφωνεί, που εκφράζει μια αντίθετη άποψη: Οι διαφωνούντες στο κόμμα ήταν πολλοί. || αντιφρονών.

[λόγ. μεε. του ρ. διαφωνώ, κατά το αντ. συμφωνών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες