Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιαίνω [jéno] Ρ7.1α : (οικ.) θεραπεύω κπ. ή κτ. ή θεραπεύομαι, γίνομαι καλά, γιατρεύομαι: Έγιανε το πόδι σου / το χέρι σου; Θα σου γιάνω την πληγή. Nάνι το μωρό μου νάνι κι όπου το πονεί να γιάνει. Mη φοβάσαι, θα γιάνεις γρήγορα. || (μτφ.): Nα μου γιάνεις τον πόνο της καρδιάς μου.

[μσν. γιαίνω < αρχ. ὑγιαίνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γιαίνω· γιάνω· ιαίνω· υγιαίνω· μτχ. παρκ. γιαμένος· γιαμμένος.
  • Α´ (Μτβ.) (προκ. για αρρώστιες και τραύματα) κάνω καλά κάπ., θεραπεύω:
    • παπούτσιν όμορφο ρεματικό δε γιαίνει (Φορτουν. Γ´ 203
    • (μεταφ.):
      • η φρονιμάδα είναι γιατρός και κάθε ανάγκη γιαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 258).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Είμαι υγιής, είμαι καλά:
        • (Σφρ., Χρον. 286
      • β) γίνομαι καλά, θεραπεύομαι:
        • πολλοί άρρωστοι από πάσαν νόσον υγίαναν (Συναδ. φ. 78r
        • πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου (Ερωτόκρ. Γ´ 1632
      • γ) αποκαθίσταμαι ως προς την υπόληψή μου:
        • (Ωροσκ. 4018
        • όποια επληγώθη στην τιμή ποτέ της δεν εγιάνε (Ερωτόκρ. Γ´ 1088).

[αρχ. υγιαίνω, σήμ. λόγ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες