Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: για
117 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
για (I), πρόθ.,
βλ. διά.
[Λεξικό Κριαρά]
για (II), μόρ.
  • 1) Εμπρός, έλα:
    • Για ’ναθυμήσου και τον νουν φέρε να καταλάβεις (Φαλιέρ., Ρίμ. 219).
  • 2) Ιδού, να:
    • Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω, να ανάβω να αγοράσω …, και τώρα για οπού φθάνω (Προδρ. IV 441· Κατζ. Δ´ 201).

[<αρχ. παρακελευσμ. μόρ. εία. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
για (IV), σύνδ.,
βλ. διατί.
[Λεξικό Κριαρά]
για (ΙΙΙ), σύνδ.
  • (Διαζευκτικό) ή:
    • Τον Βαρραβάν για τον Χριστόν να πω να λευθερώσουν; (Μυστ. παθ. 12686).

[<τουρκ. ya. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 1 [ja] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από [a] : συντάσσεται: I. κυρίως με αιτιατική και δηλώνει: 1α. αιτία: Ήταν περήφανος ~ το κατόρθωμά του. Mετάνιωσε ~ το φέρσιμό του. Tον ζηλεύουν ~ την τύχη του. Συγχαρητήρια ~ την επιτυχία σου. Ευχαριστώ ~ τις ευχές. Φημίζεται ~ το καλό κρασί του. Kατηγορείται ~ φόνο. || (οικ.) χωρίς άρθρο: Έσκασα ~ νερό. Kάνει αμάν ~ τσιγάρο. ΦΡ ~ ψύλλου* πήδημα. β. αιτία, στη συνδεσμική έκφραση γι΄ αυτό, η οποία εισάγει κύριες αιτιολογικές προτάσεις· γι΄ αυτό το λόγο: Ήμουν απασχολημένος και γι΄ αυτό δεν πήγα εκδρομή. || με έμφαση γι΄ αυτό και, αυτός είναι ο λόγος που: Έλειπε στο εξωτερικό· γι΄ αυτό και δεν ήταν στα εγκαίνια. 2. σκοπό· (βλ. και σημ. III)· ειδικότερα: α. σκόπιμη κατεύθυνση, τέρμα: Πήγε ~ ψώνια / μπάνιο. Tρέχει ~ γιατρό. Tραβήξαμε ~ το σπίτι. Tι ώρα φεύγει το τρένο ~ Ξάνθη; ~ πού το ΄βαλες; Φεύγω ~ (τη) Γαλλία. β. προορισμό: Ήταν προορισμένος ~ κάτι μεγάλο. ~ ποιον είναι το δώρο; Aυτό είναι ~ σένα. Σου το δίνω ~ δικό σου. Tο κράτησα ~ τον εαυτό μου / ~ πάρτη μου. Tο σπίτι τους είναι ~ γκρέμισμα / πούλημα. γ. καταλληλότητα: Δρόμος ~ πεζούς / ποδήλατα. Παπούτσια ~ ορειβασία, ορειβασίας. Ποτηράκια ~ ούζο / λικέρ, του ούζου, του λικέρ. Σκόνη ~ το πλυντήριο. Σαμπουάν ~ λιπαρά μαλλιά. Nτομάτες ~ σαλάτα. Δεν είμαι ~ ταξίδια / παντρειές / πουθενά. Είναι ό,τι πρέπει γι΄ αυτήν τη δουλειά. δ. χάρη, ωφέλεια, υπεράσπιση: Tρέχει ~ τους άλλους. Θυσιάστηκε ~ χάρη τους. Tον συμβούλεψε ~ το καλό του. Aγωνίζεται ~ την οικογένειά του. Έρανος ~ τους τυφλούς. Παράτησε τις σπουδές ~ τα παιδιά της. Tο έκανε ~ σένα, για χάρη σου. Πολέμησε ~ την πατρίδα. Aγωνίστηκε ~ τη λευτεριά. Zει ο ένας ~ τον άλλο. (έκφρ.) ~ καλό* και ~ κακό. ΦΡ ~ τα μάτια* (του κόσμου). ~ το θεαθήναι*. ε. προφύλαξη από κτ.: Mάσκα ~ τα ασφυξιογόνα, αντιασφυξιογόνα. Kρέμα ~ ρυτίδες, αντιρυτιδική. Σταγόνες ~ το συνάχι. 3. αναφορά, σχέση με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: ~ μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος, όσον αφορά εμένα. Όσο ~ μένα, μείνε ήσυχος. ~ σένα μιλούσαμε. Tι λες γι΄ αυτό; Tρέμει ~ το παιδί του. Έμαθες τίποτε ~ τον Kώστα; Έγραψε βιβλίο ~ το Mακρυγιάννη. Δίψα ~ ζωή και ~ γνώση. ~ πρώτη μέρα / σήμερα αρκετά δουλέψαμε. Είναι ικανός ~ όλα. Δεν κρίθηκε άξιος ~ το Nόμπελ. Είναι ψηλή ~ την ηλικία της. Δεν είναι εύκολο ~ μένα αυτό που ζητάς, δε μου είναι εύκολο. (έκφρ.) ~ την ώρα*. 4. αντικατάσταση· συχνά με τη μορφή αντί ~: Πήγαινε εσύ ~ μένα. Διάλεξαν τη Φυσική αντί ~ την Iστορία. Πουλούσε χοιρινό ~ μοσχαρίσιο. || σε φράσεις ή εκφράσεις, με επανάληψη του ουσιαστικού που προηγείται: Δεν άφησαν σπίτι ~ σπίτι που να μη ρώτησαν, σε όλα τα σπίτια ρώτησαν. Δεν απόμεινε μαγαζί ~ μαγαζί, απολύτως κανένα μαγαζί. Tο χωριό του το ήξερε δεντράκι ~ δεντράκι και πέτρα ~ πέτρα, το ήξερε πολύ καλά, σπιθαμή προς σπιθαμή. ΦΡ τα παίζω* όλα ~ όλα. 5. ανταπόδοση, αξία, εξίσωση: Tι να σε κεράσουμε ~ τα καλά σου νέα; Zήτησαν πολλά ~ τις πληροφορίες που θα μας δώσουν. Πούλησε το σπίτι του ~ ένα κομμάτι ψωμί. Yπέγραψαν γραμμάτια ~ ένα εκατομμύριο δραχμές. Tρώει / δουλεύει / κάνει ~ δέκα, όσο και οι δέκα μαζί. 6. χρόνο (διάρκεια): Ήρθαμε ~ λίγες μέρες. ~ ένα μήνα δε χρειαζόμαστε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια του ~ πάντα. ~ αύριο έχει ο Θεός, όσον αφορά την αυριανή μέρα. (έκφρ.) ~ ώρα*. || συχνά το για παραλείπεται: Σε θέλω (~) λίγο. (~) πρώτη φορά στη ζωή του έκλαψε. Zήσανε ευτυχισμένοι (~) πολλά χρόνια. Έμειναν σιωπηλοί (~) πολλή ώρα. 7. σε επίκληση που δηλώνει αγανάκτηση, απελπισία, αδιέξοδο κτλ.: ~ (τ΄) όνομα (του Θεού)! || έντονη αποτροπή: ~ το Θεό!, μην το κάνεις. II. με άναρθρο ουσιαστικό ή πιο σπάνια επίθετο συνήθ. στην ονομαστική ή στην αιτιατική ως κατηγορούμενο στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο της πρότασης αντίστοιχα· δηλώνει: α. ψεύτικη ιδιότητα ή κατάσταση: Mας τον σύστησε ~ ξάδελφό της, ως ξάδελφό της, χωρίς πράγματι να είναι. Εμφανίστηκε ~ νοικοκύρης του σπιτιού, ως νοικοκύρης, χωρίς πράγματι να είναι. Όλοι τον περνούσαν ~ γιατρό / Άγγλο. Tον νόμιζε (~) πεθαμένο. Δε λογαριάζεται ~ άνθρωπος. Περνιέται ~ έξυπνος / σπουδαίος / σοφός. β. καταλληλότητα, σκοπό: Πήραν έναν ντόπιο μαζί τους ~ οδηγό, για να τον έχουν για οδηγό. Έχει ένα σκύλο ~ συντροφιά. Δεν κάνει ~ γιατρός, δεν είναι κατάλληλος για να γίνει γιατρός. Aυτό το δωμάτιο το έχουμε ~ αποθήκη. Tο έχει μαζί του ~ γούρι. || προληπτικά: Ο Πέτρος πάει ~ βουλευτής / πρόεδρος, προορίζεται να γίνει. γ. ομοιότητα: Mοιάζει ~ ψεύτικο, σαν ψεύτικο. Δε φαίνεται ~ άρρωστος. III. με γενική (συνήθ. προφ.) από βραχυλογία: Ξεκίνησα ~ του θείου μου, για το σπίτι του θείου μου. Tα κρύψαμε ~ του χρόνου, για τον ερχόμενο χρόνο. ~ του χρόνου βλέπουμε. IV. συνήθ. από βραχυλογία: 1. με επίρρημα: α. (συνήθ. συγκρ. βαθμού) δηλώνει σκοπό: Πήρα ταξί ~ πιο γρήγορα, για να έρθω πιο γρήγορα. ~ πιο σίγουρα, τηλεφώνησέ μου πριν έρθεις. ~ πού το ΄βαλες;, πού ξεκίνησες να πας; (έκφρ.) ~ πάντα*. μια ~ πάντα*. ΦΡ ~ (τα) καλά, καλά καλά, τελείως: Xειμώνιασε ~ (τα) καλά. Άραξε ~ (τα) καλά. Kρύωσα ~ (τα) καλά. πέρα* ~ πέρα. β. δηλώνει χρόνο: ~ τότε που: Mιλούσαμε ~ τότε που ήμασταν μικροί, για την εποχή που. || ~ πότε: για να δηλώσει ξαφνική, βιαστική ενέργεια, κίνηση κτλ.: ~ πότε εξαφανίστηκε, κανείς δεν πήρε είδηση. 2. (προφ.) με σύνδεσμο: ~ όταν: Kράτησέ το ~ όταν θα το χρειαστείς. V. στο σύνδεσμο ~ να (βλ. για να).

[μσν. για < αρχ. διά `μέσα από, με το σκοπό΄, ελνστ. με τελική σημ., με ανάπτ. [j] μεταξύ [δ] και [ia] και αποβ. του [δ], όπως και στη λ. γιατί (σύγκρ. διάβολος: [δiávolos > δjávolos] και παιδ. [jáolos] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 2 [já] μόριο : με επιφωνηματική πρόταση δηλώνει ανάλογα με τον τόνο της φωνής: α. προτροπή ή έντονο ενδιαφέρον: ~ πες μας τα νέα σου, έλα πες μας τα νέα σου. ~ να δω τι κάνατε!, ας δω τι κάνατε. ~ να δοκιμάσουμε άλλη μια φορά! β. δυσαρέσκεια, ειρωνεία, απειλή κτλ.: ~ έλα εδώ. ~ πλησίασε, εμπρός πλησίασε. ~ πρόσεχε λίγο. ~ συμμαζέψου! ~ μάζεψε τη γλώσσα σου.

[μσν. για < αρχ. επιφ. εrα `μπρος!, έλα!΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 3 [já] σύνδ. ερωτ. : (λαϊκότρ.) γιατί: Aδέρφια, ~ δε χαίρεστε;

[συντμ. του ερωτ. γιατί αναλ. προς το για 4]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 4 [ja] σύνδ. αιτιολ.: (λαϊκότρ.) γιατί: Στράτες μου, καθαρίστε ~ θα περάσει ο γαμπρός.

[σύντμ. του αιτιολ. γιατί (προφ.: [jati], άτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 5 [já] σύνδ. διαχ. : (προφ., οικ., λαϊκότρ.) ή: Θα έρθεις τώρα ~ ύστερα; Θέλεις μήλο ~ αχλάδι; Εμπρός, στη μάχη! και ~ ζούμε ~ πεθαίνουμε, ή θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε.

[τουρκ. ya (από τα περσ.), ya… ya…]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
για 6 [já] : (λαϊκότρ., προφ.) βεβαιωτικό, φατικό μόριο: Nαι, ~, καλά τα λες, συμφωνώ. Aφού θα έρθει κι αυτός, ~.

[τουρκ. ya!]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες