Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφώλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφώλι [apofόli] το, region. (Epir etc)
  • egg left in hen's nest in order to attract her to lay eggs there, nest egg (syn in απότοκο)

[cpd w. φώλι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφώλιος, -α, -ο [apofόlios] (L)
  • hideous, frightful, monstrous (syn in απαίσιος 2):
    • αποφώλιο τέρας

[fr kath αποφώλιος ← MG (4th c.), K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες