Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ώδης
72 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αγριώδης, επίθ.
  • Άγριος, φοβερός:
    • συριγμός … αγριώδης (Bέλθ. 251).

[μτγν. επίθ. αγριώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
αιματώδης, επίθ.
  • Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
    • (Διήγ. Bελ. χ 221).

[αρχ. επίθ. αιματώδης. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αισχρώδης, επίθ.
  • Aισχρός, ανήθικος:
    • της θηλείας της αισχρώδους (Πτωχολ. α 683).

[<επίθ. αισχρός + κατάλ. ώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
ακριβώδης, επίθ.
  • Πολύτιμος:
    • της ζωίτσας σου της ακριβωδεστάτης (Θησ. I´ [484]).

[<επίθ. ακριβός + κατάλ. ώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
αραχνώδης, επίθ.
  • Όμοιος με τον ιστό της αράχνης, αραχνοΰφαντος:
    • ο χιτών της Mαξιμούς υπήρχεν αραχνώδης (Διγ. Gr. 3115).

[αρχ. επίθ. αραχνώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπλαγχνώδης, επίθ.· ασπλαχνώδης.
  • Που δεν αισθάνεται οίκτο, ανελέητος, σκληρός:
    • (Kαλλίμ. 753).

[<επίθ. άσπλαγχνος + κατάλ. ώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπλαχνώδης, επίθ.,
βλ. ασπλαγχνώδης.
[Λεξικό Κριαρά]
αχυρώδης, επίθ.
  • Που είναι σαν άχυρο· ασήμαντος:
    • φροντίδας … αχυρώδεις (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 5618).

[αρχ. επίθ. αχυρώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
αώδης, επίθ.
  • Άοσμος· ευώδης:
    • (Λεξ. IV 90).

[μτγν. επίθ. αώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
βαλτώδης, επίθ.
  • Ελώδης:
    • έφυγον εν … βαλτώδεσι τόποις (Έκθ. χρον. 7423).

[<ουσ. βάλτος + κατάλ. ώδης. Η λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες