Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ?κόνμμαν το,
- βλ. κόμμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανμέ, σύνδ.,
- βλ. αμή.
[Λεξικό Κριαρά]
- γκραν-μαΐστρος ο· γραν-μαΐστρος· γραν-μάιστρος.
-
- Αξίωμα·
- (πιθ.) ο διοικητής δυτικού ιπποτικού μοναχικού τάγματος:
- Τον γραν-μαΐστρο ο μονσινιόρ ο Φράντσας στρατηγόν του εποίκε (Κορών., Μπούας 69).
- (πιθ.) ο διοικητής δυτικού ιπποτικού μοναχικού τάγματος:
[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. gran maistro (Battaglia, λ. maestro 18). Βλ. και μάγιστρος, μαΐστορος]
- Αξίωμα·
[Λεξικό Κριαρά]
- γραν-μάιστρος, γραν-μαΐστρος ο,
- βλ. γκραν-μαΐστρος.
[Λεξικό Κριαρά]
- ντονανμάς ο· ντουναλμάς· ντουνανμάς.
-
- 1) Στόλος (τουρκικός):
- έρχεται ο ντουναλμάς από τη Μήλο (Λεηλ. Παροικ. 581).
- 2) Φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός (στο Οθωμανικό Κράτος):
- Επολέμησεν ο σουλτάν Μουράτης το Ρεβάνι και το επήρεν … Και … τα κάστρη … έκαμαν ντουνανμάν από τρεις ημέρες (Συναδ. φ. 45v).
[<τουρκ. donanma. Η λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Στόλος (τουρκικός):