Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ισμός
1.230 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ισμός [izmós] : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα ή για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων λέξεων· δηλώνει: 1. θεωρία, διδασκαλία, άποψη φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: (άνθρωπος) ανθρωπισμός, (βούδας) βουδισμός, (δομή) δομισμός, (καθολικός) καθολικισμός, (κλασικός) κλασικισμός, (Λένιν) λενινισμός, (Mαρξ) μαρξισμός· πλουραλισμός, ρεβιζιονισμός, ρομαντισμός, σοσιαλισμός, φασισμός. 2α. στάση ζωής, τάση προς ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς: (εγώ) εγωισμός, (ήρωας) ηρωισμός, (νάρκισσος) ναρκισσισμός· αλτρουισμός, σνομπισμός, φανατισμός. β. ορισμένο είδος ενασχόλησης, σύνολο δραστηριοτήτων που αναφέρονται σε μία κοινή αντίληψη, σε έναν κοινό στόχο: (αθλητής) αθλητισμός, (οδηγός) οδηγισμός, (πρόσκοπος) προσκοπισμός. 3. τάσεις στη χρήση της γλώσσας: (αττική διάλεκτος) αττικισμός, (γαλλική γλώσσα) γαλλισμός, (καθαρεύουσα, καθαρευουσιάνος) καθαρευουσιανισμός, (ξένη γλώσσα) ξενισμός· σολοικισμός, τσιτακισμός. 4. παθήσεις σωματικές ή ψυχικές: (αλκοόλ) αλκοολισμός, (νάνος) νανισμός· μαζοχισμός, σαδισμός. 5. φαινόμενα της φυσικής ή φυσικές ή επιστημονικές διαδικασίες: (μαγνήτης) μαγνητισμός· ηλεκτρισμός, ηλιοτροπισμός.

[λόγ. < ελνστ. μετον. επίθημα -ισμός (αρχ. μεταρ. επίθημα αφηρ. ουσιαστικών -μός, στο συνοπτ. θ. σε -ισ- ρημάτων σε -ίζω, ιδ. μετονοματικών, για δήλωση ρηματ. πράξης και ιδ. του αποτελέσματος: αρχ. λακωνισ-μός (< λακων-ίζω < Λάκωνες) `ευνοϊκή στάση προς τη σπαρτιατική πολιτική΄, μηδισ-μός (< μηδ-ίζω < Mῆδοι), ελνστ. ἀττικισ-μός `μίμηση της αττικής γλώσσας΄): ελνστ. σιναπ-ισμός (< σίναπ-υ), ιδ. στη σημ. `παραδοχή θρησκείας ή αίρεσης΄: ελνστ. Xριστιαν-ισμός (< Xριστιαν-οί), \\Aρειαν-ισμός (< Ἀρειαν-οί) & γαλλ. -isme, αγγλ. -ism, νλατ. ismus, δηλωτικό φυσικών ιδιοτήτων, παθήσεων, λογοτεχνικών, πολιτικών, κοινωνικών θεωριών < λατ. -ismus < ελνστ. -ισμός: μαγνητ-ισμός < νλατ. magnetismus, αλκοολ-ισμός < γαλλ. alcoolisme, ρεαλ-ισμός < γαλλ. réalisme, σοσιαλ-ισμός < γαλλ. socialisme, μογγολ-ισμός < γαλλ. mongolisme, ηδον-ισμός < αγγλ. hedonism & σε μτφρδ.: κοινοβουλευτ-ισμός < αγγλ. parliamentarianism, υπαρ ξ-ισμός < γαλλ. existentialisme (για τη λ. ελληνισμός δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
'ξορισμός ο,
βλ. εξορισμός.
[Λεξικό Κριαρά]
'ξουρισμός ο,
βλ. εξορισμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβανγκαρντισμός ο [avaŋgardizmós] Ο17 : η τάση για πρωτοπορία: Ό,τι χαρακτηρίζει μερικούς νεότερους καλλιτέχνες είναι ένας άκρατος, υστερικός ~.

[λόγ. αβανγκάρντ -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβανγκαρντισμός [avaŋgardizmós] ο,
  • avant-gardism:
    • το Παρίσι έχει παραμείνει... η πατρίδα όλων των αβανγκαρντισμών (Terzakis) |
    • το ευρωπαϊκό θέατρο... αιχμαλωτισμένο στο αδιέξοδο ενός υστερικού αβανγκαρντισμού (Vima 20.11.64, p.2).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβδηριτισμός ο [avδiritizmós] Ο17 : ανοησία, ηλιθιότητα.

[λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβδηριτισμός [av∂iritizmós] ο, (L)
  • stupidity, narrow-mindedness (syn ανοησία, μικρόνοια)

[der fr kath αβδηριτίζω 'resemble the Abderites, behave like an Abderite']

[Λεξικό Γεωργακά]
αβερροϊσμός [averoizmós] ο,
  • Averroism.
[Λεξικό Κριαρά]
αγανακτισμός ο· ’γανακτισμός.
  • 1) Στενοχώρια, αγωνία:
    • (Ch. pop. 432).
  • 2) Kόπος, μόχθος:
    • (Πιστ. βοσκ. IV 5, 104).

[<αόρ. του αγανακτίζω (LBG) + κατάλ. μός. Τ. χτ‑ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλικανισμός ο [aŋglikanizmós] Ο17 : το δόγμα της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < αγγλ. Anglicanism (-ism = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...123   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες