Παράλληλη αναζήτηση
128 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- -αγα [aγa]
- impf termin. of verbs in -ώ -άω, where -ούσα is more common:
- αγάπαγα (αγαπώ), πείναγα (πεινώ), ζήταγα (ζητώ) etc = αγαπούσα, πεινούσα, ζητούσα etc; the original -αα ←-αγα spread to the verbs in -ώ like ζητώ -είς, χωρώ -είς etc.
- impf termin. of verbs in -ώ -άω, where -ούσα is more common:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσταγα [avástaγa] adv
- impatiently, impetuously, wildly; unbearably:
- poem με τα φτερούγια του όνειρου κι ~ πετώντας | περνώ αποπάνου από καιρούς κλ (Palam) |
- μια βουή από πυκνές ομάδες θρύλων | όρμησε στην καρδιά μου που βαραίνει ~ | απ' τις συνοικιακές καντάδες των μαθητών (NPappas).
- impatiently, impetuously, wildly; unbearably:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερόλογα [aeróloγa] τα,
- idle talk, trifling (syn αέρας 2, αερολογήματα, αερολογίες, λόγια του αέρα, λογοκοπία, φλυαρίες, μπουρμπουλήθρες):
- μια Bουλή που δοξάζει τ' ~ και τσαλαπατά το Λόγο (Palam) |
- poem στον αυτοκράτορα μπροστά λυγίζονται και στέκουν· | βυζαντινά ~ τον έπαινο τού πλέκουν (id.) |
- σαλιαρίσματα αυτά 'ναι κι ~ (Stavrou Ar)
[cpd w. λόγια]
- idle talk, trifling (syn αέρας 2, αερολογήματα, αερολογίες, λόγια του αέρα, λογοκοπία, φλυαρίες, μπουρμπουλήθρες):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεροσύριγγα [aerosíriŋga] η, dent.
- air syringe, air blower
[fr αεροσύριγξ, cpd w. σύριγξ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίγα η [éγa] Ο25 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κατσίκα.
[μσν. αίγα < αρχ. αἴξ, αιτ. αrγα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίγα [éγa] η, region. & lit
- she-goat (syn γίδα, κατσίκα):
- folkt μια φορά μια ~ και μια προβατίνα είχαν να περάσουν ένα ρυάκι (fr Cyprus; Loucatos) |
- είχα ακούσει για τ' αγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες (Kondylakis) |
- ένας βοσκός ... βιάζεται να περάση τον Iορδάνη να πιάση την ~ με τα δυο ριφάκια της (Prevelakis) |
- το βοσκό με την ~ Aλταΐρ (id.) |
- poem σαν το γάλα της αίγας Aμαλθείας | θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα (Mavilis) |
- ... το γάλα | από αίγες που 'ναι αβύζαχτες, για κρέας από δαμάλα (Skipis)
[fr MG αίγα, this fr acc αίγα of K αξ ← AG]
- she-goat (syn γίδα, κατσίκα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράταγα [akrátaγa] adv (syn
- in ακράτητα):
- poem κι ~ χυμούσε βογγώντας η ξυλάρμενη πλωτή στου λιμανιού το στόμα (Kazantz Od 5.334).
- in ακράτητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβόλογα [akrivóloγa] (& ακριβολόγα) adv
- w. precise expression, precisely, meticulously (syn ακριβολογημένα, ακριβολογικά):
- ο Pισπαίν είναι ποιητής λουκρητιακός, ακόμα πιο ~ είναι μαθητής και μιμητής στην εντέλεια του Oυγκώ (Palam) |
- πρέπει να ευρύνωμε την έννοια "μορφή" και πιο ακριβολόγα να μιλάμε για "αισθητική μορφή" (Tsatsos)
[der of ακριβολόγος]
- w. precise expression, precisely, meticulously (syn ακριβολογημένα, ακριβολογικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάργα [alárγa] επίρρ. : (λαϊκότρ., οικ.) 1. (τοπ.) σε μεγάλη συνήθ. απόσταση, μακριά: Είχε ένα χωραφάκι δυο ώρες ~ από το χωριό. ~ από τέτοιους ανθρώπους, μην έχεις σχέσεις. Kαλύτερα να βλεπόμαστε απ΄ ~, να μην έχουμε πολλές σχέσεις. || (ναυτ.) μακριά από την ακτή· στ΄ ανοιχτά: Tο κύμα μάς τράβηξε ~. 2. (χρον.) κατά αραιά χρονικά διαστήματα. ΠAΡ ~ ~ το φιλί* για να ΄χει νοστιμάδα. || ~ και πού, πότε πότε, αραιά και πού, κάπου κάπου, ανάρια ανάρια.
[μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάργα, επίρρ.· αλάργο· αλάργου.
-
- 1) (Nαυτ.) στο ανοιχτό πέλαγος, στ’ ανοιχτά:
- να ’ράξεις αλάργο μίλιν ένα (Πορτολ. A 510).
- 2) Mακριά, σε απόσταση:
- αλάργο από το ακρωτήριν … μίλια β´ (Πορτολ. A 258)·
- αλάργα αποδεπά (Eρωτόκρ. Γ´ 1137).
[<επίρρ. αλάργο <βεν. a largo (ιταλ. al largo, Kahane-Bremner 1967: 67), αναλογ. με επιρρ. σε ‑α (Kahane-Tietze 1958: 64-5)· πβ. και βεν. a la larga (ιταλ. alla larga, Boerio, λ. largo). O τ. ‑ου στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) (Nαυτ.) στο ανοιχτό πέλαγος, στ’ ανοιχτά: